Σε τροχιά απομάκρυνσης φαίνεται ότι βρίσκονται Αθήνα και Μόσχα. Παρ’ ότι και οι δυο διαφημίζουν διαχρονικά τις στενές, παραδοσιακές σχέσεις Ελλάδας - Ρωσίας, όλα δείχνουν ότι, αν δεν έχει επέλθει ψύχρανση, όπως αρκετοί –μάλλον καθ’ υπερβολή- θεωρούν, σίγουρα οι δυο πλευρές δείχνουν μεγάλη επιφυλακτικότητα η μια προς την άλλη. Το πλέον πρόσφατο περιστατικό που κατεγράφη, είναι η ματαίωση της Μικτής Διϋπουργικής Επιτροπής Ελλάδας – Ρωσίας που ήταν προγραμματισμένη για το διάστημα από 6 έως και 8 Νοεμβρίου 2017, στη Μόσχα.
Ωστόσο, τα σύννεφα δεν είναι σημερινά. Και μπορεί υψηλόβαθμοι κύκλοι στη ρωσική πρωτεύουσα να φιλοτεχνούν την εικόνα ότι η Αθήνα άλλαξε τη στάση της απέναντι στη Ρωσία ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι η Ελλάδα πλέον αλλάζει καθαρά ρότα προς Δυσμάς, αλλά τα προβλήματα έχουν ξεκινήσει εδώ και τουλάχιστον ενάμιση χρόνο. Μάλιστα, βαριά σκιά στις σχέσεις των δυο χωρών φαίνεται να έριξαν τα συνεχή, μεγάλα ανοίγματα, σε ανώτατο επίπεδο, της Μόσχας προς την Άγκυρα. Και η τελευταία εξέλιξη με τις δυο πρωτεύουσες να διαφημίζουν την σχεδιαζόμενη αγορά από την Τουρκία του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος, S-400, ήλθε να επιδεινώσει τη δυσφορία στην Αθήνα. Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, παρά τις μεγαλόσχημες διακηρύξεις της Άγκυρας, καθώς και κρατικών και επιχειρηματικών παραγόντων στη Μόσχα, δεν είναι βέβαιον ότι θα ολοκληρωθεί αυτή η αγορά.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, όμως, η επιφυλακτικότητα της Αθήνας απέναντι στην «φίλη», «ομόθρησκο» και με «βαθείς ιστορικούς δεσμούς» Ρωσία, όπως δηλώνουν ένθεν κακείθεν, δεν εδράζεται αποκλειστικά σε αυτό το θέμα. Οι αιτίες φαίνεται πως είναι βαθύτερες. Ορισμένες από αυτές έχουν να κάνουν με την «άκρως επιθετική» πολιτική της ρωσικής Εκκλησίας απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και το Άγιον Όρος. Εκτιμάται, μάλιστα, ότι στόχος της Μόσχας δεν είναι απλά το «στρίμωγμα» αυτών των «κάστρων της Ορθοδοξίας», τα οποία βρίσκονται στην ευθύνη της Ελλάδας, αλλά η ολοκληρωτική «κατάληψή» τους.
Επίσης, υψηλόβαθμοι κύκλοι στην Αθήνα θεωρούν ότι οι ρωσικές διακηρύξεις για επενδύσεις και οικονομική «βοήθεια» προς την Ελλάδα ουδόλως συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, αφού τίποτα τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Στον αντίποδα, βέβαια, η ρωσική πλευρά επιρρίπτει την ευθύνη στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι αυτή είναι που δεν θέλει να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κορσέ, στον οποίο την έχουν βάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ. Μπορεί, βέβαια, το επιχείρημα της Μόσχας να ευσταθεί ως έναν βαθμό, αλλά είναι γνωστό ότι επανειλημμένως η Ελλάδα (της κρίσης) έχει διαμαρτυρηθεί έντονα εντός της ΕΕ για τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, ενώ, πρόσφατα, το «μέτωπο» Ελλάδας – Ιταλίας φερόταν αποφασισμένο, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, να προωθήσει στους ευρωπαϊκούς κόλπους ορισμένα σημαντικά ρωσικά ενεργειακά σχέδια στην περιοχή μας. Κι’ αυτό, παρ’ ότι, όπως είναι γνωστό, ο αμερικανικός παράγων θέλει με κάθε τρόπο να παρεμποδίσει τα ρωσικά σχέδια.
Ρωσοτουρκικοί «εναγκαλισμοί»
Την ίδια στιγμή που ο ρωσικός παράγων –συχνά σε συνεργασία με μερίδα παλιννοστησάντων, και όχι μόνον, από την πρώην ΕΣΣΔ- στήνει το ένα μετά το άλλο τα μνημεία προς τιμήν του ρωσικού στρατού που πολέμησε στα εδάφη μας, ή στέλνει στρατιωτικά αγήματα σε παρελάσεις στη Βόρειο Ελλάδα, τα Επτάνησα, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο, σε εκδηλώσεις εθνικών επετείων, όπως πρόσφατα για τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο, προχωρεί σε γενναία ανοίγματα προς την Τουρκία. Δεν είναι, βέβαια, λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι πρόκειται για λυκοσυμμαχία Μόσχας – Άγκυρας. Όπως και να’ χει, προ διετίας, όταν η Τουρκία κατέρριψε το ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος, ενώ η Μόσχα μέχρι τότε έκανε σαν να μην ήξερε ότι καθημερινά στο Αιγαίο η Τουρκία προβαίνει σε συνεχείς προκλήσεις, αίφνης «θυμήθηκε» τις μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τα τουρκικά μαχητικά. Στη συνέχεια, όμως, οι σχέσεις των δυο χωρών αποκαταστάθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Είναι προφανές ότι κινήθηκε με το γνωστό δόγμα στις διεθνείς σχέσεις: Δεν υπάρχουν φίλοι, υπάρχουν μόνο συμφέροντα. Και θεμιτό –για την ίδια τη μεγάλη δύναμη- είναι να κοιτάζει τα συμφέροντά της.
Έτσι, η Τουρκία σήμερα έχει γίνει μέχρι και μέλος της «Διαδικασίας της Αστανά» για το Συριακό, μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν. Αντίθετα, δεν φαίνεται να έχει γίνει η παραμικρή κρούση ούτε από τη Ρωσία, ούτε και από το Ιράν προς την Ελλάδα, για να λάβει μέρος η χώρα μας στην ειρηνευτική διαδικασία στη Συρία και στην ανοικοδόμησή της. Κι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που είναι δίπλα στην εύφλεκτη περιοχή, και ταυτόχρονα διατηρεί καλές σχέσεις και με τη Ρωσία και με το Ιράν. Με το τελευταίο, μάλιστα, η Αθήνα προσπάθησε να διατηρήσει τις γέφυρες, σε πείσμα, μάλιστα, των έντονων επικρίσεων που δέχτηκε από ορισμένες Δυτικές πρωτεύουσες. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και το ότι οι δυο πλευρές έχουν ανακοινώσει συμφωνία για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στην Τουρκία από ρωσική εταιρεία. Και το κυριότερο: Για εκπαίδευση εκατοντάδων Τούρκων στις πυρηνικές τεχνολογίες από τη Ρωσία.
Όλα αυτά, είναι προφανές, ότι δεν περνούν απαρατήρητα από την Αθήνα. Και μπορεί στη Μόσχα να διαμαρτύρονται για την «αναποφασιστικότητα» της Αθήνας να κάνει θαρραλέα ανοίγματα προς τη Ρωσία, ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να κρύψει το οφθαλμοφανές: Ότι οι γεωπολιτικές προτεραιότητές της έχουν μάλλον μετακινηθεί ανατολικότερα. Προς Συρία, Τουρκία, Κουρδιστάν, κ.ο.κ. Αναμφισβήτητα, η Ρωσία επιθυμεί να διατηρήσει έντονη την παρουσία της (και την επιρροή της) στην Ελλάδα για γεωπολιτικούς λόγους, καθώς και για να έχει μια «σφήνα» εντός της ΕΕ. Αλλά, από αυτού του σημείου, μέχρι να θεωρεί την Ελλάδα δεδομένη, λόγω των «θρησκευτικών», «ιστορικών» και λοιπών δεσμών, η απόσταση είναι κολοσσιαία. Πόσο μάλλον, όταν η ίδια, σε αρκετές περιπτώσεις δεν συμπεριφέρεται με το πρέπον «διπλωματικό τακτ».
Φάουλ κατά συρροή
Το πρόσφατο περιστατικό της ματαίωσης της Μικτής Διϋπουργικής Επιτροπής Ελλάδας – Ρωσίας, φαίνεται πως ήταν μια από αυτές τις περιπτώσεις. ‘Η τουλάχιστον, έτσι φέρεται να το εξέλαβε η Αθήνα. Ενώ, λοιπόν, ήταν προγραμματισμένη η συνάντηση στη Μόσχα, και συζητούνταν οι τελευταίες λεπτομέρειες, η ρωσική πλευρά ανακοίνωσε ότι στην αντιπροσωπεία της θα μετάσχουν τέσσερις εκπρόσωποι από την Κριμαία. Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, ο οποίος θα ήταν και ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη από τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου, έστειλε απάντηση στη Μόσχα, στην οποία ανέφερε το προφανές: Ότι η Ελλάδα, ως μέλος της διεθνούς κοινότητας, που δεν έχει αναγνωρίσει την Κριμαία ως ρωσικό έδαφος, δεν μπορεί να δεχθεί αυτή τη σύνθεση. Στον αντίποδα, η ρωσική πλευρά φέρεται να υποστήριξε ότι η Ελλάδα έχει επαφές με το Κοσσυφοπέδιο, και, ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της Αθήνας. Με την τελευταία να απαντάει ότι με το Κοσσυφοπέδιο συνομιλεί ακόμα και η Σερβία, άρα είναι φυσικό να συνομιλεί και η Ελλάδα.
Το θέμα, βέβαια, δεν είναι οι διπλωματικοί ισχυρισμοί της μιας και της άλλης πλευράς. Προκαλεί εντύπωση, ωστόσο, η επιμονή της Μόσχας απέναντι σε ένα από τα θεωρούμενα ως τα πλέον φιλικά διακείμενα κράτη – μέλη της ΕΕ προς τη Ρωσία. Επιμονή που εξελήφθη στην Αθήνα ως προσπάθεια, και μάλιστα άκομψη, για να φέρει την Ελλάδα σε δύσκολη θέση. Έτσι, προτάθηκε να «αναβληθεί» η Σύνοδος και να πραγματοποιηθεί εν ευθέτω χρόνω. Δημοσιεύματα σε μερίδα ΜΜΕ, πάντως, παρουσίαζαν τη Μόσχα να έκλεισε τις πόρτες στην ελληνική αντιπροσωπεία, ενώ μάλιστα αυτή βρισκόταν ήδη στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Κατά ασφαλείς πληροφορίες, το θέμα είχε λήξει τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν την έναρξη της Συνόδου.
Όλα αυτά, πάντως, ουδόλως συνηγορούν στην εικόνα που θέλει να καλλιεργεί η Μόσχα, ότι ως προς την Ελλάδα ασκεί πολιτική της «ήπιας διπλωματίας». Με την τακτική της αυτή, επίσης, αλείφει βούτυρο στο ψωμί του αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάγιατ, ο οποίος έχει βαλθεί να αποδομήσει –όσο το δυνατόν- τα αντιαμερικανικά αισθήματα που τρέφει διαχρονικά η ελληνική κοινή γνώμη. Κάτι, στο οποίο, αντίθετα, «πατάει» και επενδύει η Ρωσία.
Εν μέσω αποκατάστασης των ρωσο-τουρκικών σχέσεων και συναντήσεων Πούτιν – Ερντογάν, συνέβη και κάτι ακόμα, το οποίο ενόχλησε πολύ την Αθήνα, αυξάνοντας τον προβληματισμό. Στις 18 Αυγούστου 2017, κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της Διεθνούς Έκθεσης στη Σμύρνη, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Α.Νόβακ, επισκέφθηκε το περίπτερο του ψευδοκράτους και συναντήθηκε με τον ψευδο-υπουργό Ενέργειας των κατεχομένων, Ατούν. Ο τελευταίος, μάλιστα, τον προκάλεσε να επισκεφθεί τα κατεχόμενα.Και μόνον η κίνηση του Ρώσου υπουργού να εμφανιστεί στο συγκεκριμένο περίπτερο προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αθήνας, με το σκεπτικό ότι τέτοιου είδους κινήσεις ενθαρρύνουν τις προσπάθειες της Άγκυρας και των κατεχομένων για αναβάθμιση της παράνομης οντότητας του ψευδοκράτους. Πόσο μάλλον, θεωρήθηκε απαράδεκτο να γίνεται κάτι τέτοιο από τον εκπρόσωπο μιας μεγάλης χώρας, η οποία δηλώνει ότι συμπαραστέκεται στην Κύπρο.
Εκτός των παραπάνω, σύμφωνα με καλά πληροφορημένους εκκλησιαστικούς κύκλους, προ μηνός η Μόσχα άρχισε να κινείται δραστήρια προς την κατεύθυνση της ίδρυσης στην Τουρκία παραρτήματος της Ορθοδόξου Εταιρείας Παλαιστίνης. Πρόκειται για ένα Ίδρυμα, μέλος του οποίου είναι και ο ίδιος ο Ρώσος Πατριάρχης, Κύριλλος, και, κατά τους ίδιους κύκλους, δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών με στόχο να προωθήσει τα ρωσικά αυτοκρατορικά συμφέροντα στους Αγίους τόπους. Κοντολογίς, να προσεταιριστεί το «αραβικό ποίμνιο», το οποίο, ωστόσο, ανήκει στο ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Επικεφαλής του είναι ο πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας, Σεργκέϊ Στεπάσιν. Ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, το οποίο έχει συγκεντρώσει στο παρελθόν έντονες επικρίσεις ακόμα και για σοβαρότατα σκάνδαλα, αλλά τώρα φαίνεται να έχει την εύνοια της ρωσικής Εκκλησίας και, πιθανώς, του Κρεμλίνου. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ως γνωστόν, η ρωσική Εκκλησία και το συγκεκριμένο Ίδρυμα άρχισαν να δραστηριοποιούνται και πάλι θεαματικά στα Ιεροσόλυμα, δημιουργώντας συχνά ασφυκτικές συνθήκες για το Πατριαρχείο, το οποίο πάντως, εκτός των σοβαρών λαθών των ηγεσιών του, έχει να αντιμετωπίσει και πιέσεις εκ μέρους των Ισραηλινών. Οι ίδιοι εκκλησιαστικοί κύκλοι ισχυρίζονται ότι το Ίδρυμα αυτό συνέβαλε καθοριστικά στον αφελληνισμό του Πατριαρχείου Αντιοχείας, στην αρχή του 20ου αιώνα. Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει από την πρόθεση της Μόσχας να ανοίξει παράρτημά του στην Τουρκία, είναι: Γιατί; Πόσο μάλλον, όταν είναι γνωστός ο θανάσιμος ανταγωνισμός Οικουμενικού Πατριαρχείου – Πατριαρχείου Μόσχας, με το δεύτερο να διαθέτει θεαματικά πολύ χρήμα στα θησαυροφυλάκιά του, και, βέβαια, την πολιτική στήριξη του ίδιου του Κρεμλίνου.
http://www.antinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου