Ενώ η κυβέρνηση θεωρεί ότι με τις δύο επίσημες επισκέψεις που έκανε ο Πρωθυπουργός στην Τουρκία, τίθενται θεμέλια για εποικοδομητικό διάλογο και εξεύρεση λύσεων στο διπλωματικό τραπέζι, η ουσία είναι ότι η Άγκυρα στήνει τα πιόνια της όπως εκείνη θέλει και η ελληνική πλευρά απλά παίζει το παιχνίδι της, χωρίς να το γνωρίζει. Η πρώτη επίσκεψη έγινε με αφορμή τις μεταναστευτικές ροές που είχαν αυξηθεί σημαντικά και η δεύτερη όταν έκλεισαν πρακτικά τα βόρεια σύνορα μας, εκ του αποτελέσματος, μάλλον δεν μπορεί να πει κανείς ότι στέφθηκαν με επιτυχία. Όταν λέμε ότι η Τουρκία στήνει το παιχνίδι, αρκεί να δει κανείς πόσο καλά έχει μελετήσει η τουρκική διπλωματία τον έλληνα πρωθυπουργό, παρατηρώντας κάποια απλά επικοινωνιακά τεχνάσματα. Για παράδειγμα, ήταν πολύ «ευρωπαϊκή» η υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας των κρατικών πρακτορείων ειδήσεων των δύο χωρών, αλλά μάλλον δεν ήταν ενήμερος ο πρωθυπουργός ότι πριν από λίγες ημέρες κατασχεθήκαν στην Τουρκία για πολιτικούς λόγους, μια εφημερίδα και ένα πρακτορείο ειδήσεων.
Γράφει ο Δημήτρης Ι. Μανακανάτας
Όταν λοιπόν βλέπουμε ότι σε θέματα επικαιρότητας που θα μπορούσαν αμή τι άλλο να «σχολιασθούν» από την ελληνική πλευρά στο πλαίσιο μιας συζήτησης για την προοπτική ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, καταγράφονται μειωμένα αντανακλαστικά, πώς να μην δημιουργείται προβληματισμός για τα εθνικά θέματα. Πώς να μην δημιουργούνται ερωτηματικά για το εάν είναι σαφείς οι λεπτές αποχρώσεις των Ελληνοτούρκικων θεμάτων, στο επιτελείο του πρωθυπουργού και εάν τον ενημερώνουν στο βέλτιστο βαθμό σε μείζονα ζητήματα που αφορούν την εθνική ακεραιότητα της χώρας. Διότι καλά είναι τα τριαντάφυλλα που μοίρασαν από κοινού με τον κ. Νταβούντογλου για την ημέρα της γυναίκας και τα χαμόγελα στις κάμερες, αλλά η διαπραγματευτική θέση της χώρας μας μειώνεται όταν δεν λέγεται ή δεν κατανοείται, ότι το προσφυγικό είναι παράγωγο της Συριακής κρίσης και ότι η Τουρκία ήταν από αυτούς που προκάλεσαν την κρίση, στα πλαίσια του νεοοθωμανικού δόγματος της.
Αυτή την αποτυχημένη στρατηγική της, η Τουρκία προσπαθεί να διορθώσει και βγάζει το ανθρώπινο πρόσωπο της για το μεταναστευτικό. Ουδόλως ενδιαφέρεται η Τουρκία για το μεταναστευτικό, αλλά αντιθέτως το χρησιμοποιεί για να εκβιάσει την ΕΕ και εμμέσως τις ΗΠΑ ώστε να αναλάβει ουσιαστικό ρόλο στη λύση του Συριακού. Και αυτό είναι κάτι που χρειάζεται άμεσα να το επιτύχει διότι η ευθεία αντιπαράθεση με την Ρωσία τις προκάλεσε τεράστιες οικονομικές και γεωστρατηγικες απώλειες, ενώ παράλληλα έχει τραυματίσει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις της τόσο με το Ισραήλ όσο με την Αίγυπτο και το Ιράν. Δεν πρέπει λοιπόν η ελληνική πλευρά να δεχθεί την όποια επικοινωνιακού επιπέδου «επίθεση φιλίας» της Τουρκίας, ούτε να εκπέσει το μεταναστευτικό σε διμερές πρόβλημα, διότι δεν είναι ελληνο-τουρκικό πρόβλημα αλλά ευρωτουρκικό. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι ένα σχέδιο λύσης της Συριακής κρίσης χωρίς την συμμετοχή της Τουρκίας θα είναι εις βάρος των στρατηγικών της συμφερόντων, γιατί θα έχει ισχυρό παράγοντα τους Κούρδους. Εκείνο δε που ανησυχεί περισσότερο την Τουρκία είναι ότι γνωρίζει πως δεν θα υπάρχουν περιθώρια αντιδράσεως από την στιγμή που το πλαίσιο διαμορφώνουν ΗΠΑ και ΡΩΣΙΑ, με την κάλυψη του ΟΗΕ και της ΕΕ και την αποδοχή του Ιράν και του Ισραήλ. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει αφενός να λάβει σαφή θέση στο εάν θα είναι παράγοντας της λύσης του προβλήματος και να συνειδητοποιήσει ότι οι σχεδιασμοί της Άγκυρας είναι όχι μόνο μακροπρόθεσμοι, σταθεροί και συστηματικοί αλλά αποβλέπουν πάντα στη αλλαγή του status quo σύμφωνα με τα τουρκικά συμφέροντα. Σε το δεδομένο λοιπόν αυτό, και με την κατάσταση που επικρατεί στο Αιγαίο θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για όλα, και να θεωρεί ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες το επόμενο «επεισόδιο» στο ελληνοτουρκικό σίριαλ να παιχθεί στη Θράκη. Θα πρέπει να έχουν πάντα οι ιθύνοντες της ελληνικής πολιτικής σκηνής στο πίσω μέρος του μυαλού του, ότι η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θεωρεί τη μουσουλμανική μειονότητα ως πέμπτη φάλαγγα και προνομιακό μοχλό, που αφενός αποτελεί ένα ακόμη «καυτό» ανοικτό θέμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, και αφετέρου αποτελεί ισχυρή προ-τοποθετημένη δύναμη που την κατάλληλη στιγμή θα επιφέρει τετελεσμένα σύμφωνα με τις επιθυμίες της γείτονα χώρας.
Το «μειονοτικό» ως μοχλός πίεσης
Δυστυχώς, η κατάσταση στη Θράκη σε σχέση με τη μουσουλμανική μειονότητα καθίσταται καθημερινά όλο και περισσότερο επικίνδυνη. Η Τουρκία, αφού πέτυχε από το 2007 να εγγράψει στη διμερή -με την Ελλάδα-ημερήσια διάταξη ως θέμα το «μειονοτικό», σήμερα κυριαρχεί στα κοινωνικά, και πολιτικά-οικονομικά δρώμενα της περιοχής. Δεν είναι μόνο εμφανής ο τρόπος διείσδυσης και ελέγχου που επιχειρεί η επίσημη Τουρκία στη Θράκη, αλλά το πλέον ανησυχητικό είναι η ισχύς και η τόλμη των ηγετικών κύκλων της μειονότητας. Αυτό έχει επιτευχθεί αφενός λόγω της πολιτικής των κεντρικών, περιφερειακών και τοπικών αρχόντων να συναλλάσσονται ψηφοθηρικά μαζί τους, και αφετέρου λόγω της παραίτησης της ελληνικής πολιτείας από τις ευθύνες, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές της.
Το μακρύ χέρι της Τουρκίας, το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή, ενεργεί (και συμπεριφέρεται) πλέον ως κεντρική διοίκηση στη Θράκη, «προσηλυτίζοντας» με οικονομικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές ενέργειες και δράσεις το σύνολο των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής, που τους θεωρεί συλλήβδην Τούρκους ή ως παλαιά κοινότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Τουρκία αντιμετωπίζει πλέον τη μουσουλμανική μειονότητα ως δική της πέμπτη φάλαγγα και καταρτίζει τα σχέδιά της.
Σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν, είναι γεγονός ότι η κατάσταση έχει σημαντικά επιβαρυνθεί, για πληθώρα λόγων. Μερικοί από αυτούς είναι οι ακόλουθοι:
– Έχει επιβληθεί και έχει γίνει αποδεκτή από την ελληνική πολιτεία η εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας και στους Πομάκους αλλά και τους Αθίγγανους. Αποτέλεσμα αυτού είναι η «απορρόφηση» και καταγραφή τους από την Άγκυρα ως «τουρκική» μειονότητα, κάτι που φυσικά την εξυπηρετεί αφού αυξάνει την αριθμητική της δύναμη. Δυστυχώς, οι προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας στα μέσα της δεκαετίας του 1990 για την ανάδειξη των πολιτιστικών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των Πομάκων έμειναν χωρίς συνέχεια μέχρι που ατόνησαν.
– Η παράνομη λειτουργία «τουρκικών» νηπιαγωγείων όχι μόνο υφίσταται αλλά και επεκτείνεται χωρίς οι ελληνικές αρχές να προβαίνουν σε οποιαδήποτε ενέργεια εφαρμογής των νόμων.
– Στα μειονοτικά δημοτικά σχολεία αντί των Ελλήνων μουσουλμάνων αποφοίτων της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ), η ελληνική πολιτεία έχει αποδεχθεί μεγαλύτερο αριθμό δασκάλων από την Τουρκία.
– Σε αντίθεση με τον πληθυσμό των Ελλήνων χριστιανών Θρακιωτών, που μειώνεται αριθμητικά συνεχώς, οι μουσουλμάνοι αυξάνονται συνεχώς δίνοντας, ακουσίως, μεγαλύτερη βαρύτητα στους σχεδιασμούς της Άγκυρας η οποία απλώς τους αντιλαμβάνεται ως κρίσιμη μάζα.
– Με την άμεση ή συγκαλυμμένη οικονομική και νομική υποστήριξη του προξενείου και τα τελευταία χρόνια με την εμπορική δραστηριοποίηση στη Θράκη της τουρκικής τράπεζας Ziraat, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας προχωρεί στο δανεισμό σε κάθε ενδιαφερόμενο με χαμηλότερο (και συνεπώς εξαιρετικά ανταγωνιστικό επιτόκιο, κρίσιμη παράμετρο την εποχή οικονομικής δυσπραγίας που ζούμε), το μεγαλύτερο μέρος των αγορών γαιών και ακινήτων γίνεται πλέον από μουσουλμάνους. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 όταν στα ορεινά και πεδινά χωριά της μειονότητας σε εβδομαδιαία βάση διανέμονταν από στελέχη του τουρκικού προξενείου 80.000 γερμανικά μάρκα με σκοπό να εξαγοραστούν συνειδήσεις (σε αντάλλαγμα για την κάλυψη του κόστους διαβίωσης) και να δημιουργηθεί ένα πλέγμα συναλλαγής και απόλυτου ελέγχου, σήμερα η τουρκική διείσδυση χρησιμοποιεί τα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά εργαλεία.
-Το σύνολο των Ελλήνων μουσουλμάνων παρακολουθούν αποκλειστικά τουρκικά δορυφορικά τηλεοπτικά προγράμματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση πολιτιστικού, γλωσσικού και υποσυνείδητα πολιτικού αισθητήριου.
– Η εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου από τη μειονότητα δεν εξυπηρετεί μόνο τις κοινωνικές, ενημερωτικές και οικονομικές ανάγκες, αλλά συστηματικά κατευθύνεται και χρησιμοποιείται από ορισμένους κύκλους για την προώθηση της πολιτικής συνένωσης με τη μητέρα-πατρίδα, την Τουρκία, και συνωμοτικές και ανθελληνικές ενέργειες.
Όπως περιγράφηκε και συστηματικά διαμορφώνεται η συγκεκριμένη κατάσταση, είναι αυτονόητο ότι το όποιο ενδιαφέρον της Άγκυρας δεν αποσκοπεί απλώς στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και οικονομικής-κοινωνικής δραστηριότητας των Ελλήνων μουσουλμάνων, αλλά στη μετατροπή τους σε απόλυτα ελεγχόμενη συμπαγή «τουρκική» μειονότητα που φυσικά «καταπιέζεται» στυγνά από την ελληνική πολιτεία και συνεπώς δικαιούται να διεκδικήσει την απόσχιση και συνένωση της με τη μητέρα-πατρίδα.
Μία μητέρα-πατρίδα η οποία σε καθημερινή βάση, λόγω της δράσης του Προξενείου Κομοτηνής, αποτελεί τον προστάτη της απέναντι στην «ελληνική αυθαιρεσία».
Με άλλα λόγια, η μειονότητα αντιμετωπίζεται από την Τουρκία ως στρατηγική εφεδρεία, η οποία όχι μόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ηθικό και νομικό έρεισμα για την τουρκική δράση, αλλά σε στρατιωτικό επίπεδο να επιφέρει σημαντικά επιχειρησιακά αποτελέσματα δρώντας ως πέμπτη φάλαγγα.
Η στρατιωτική διάσταση του ζητήματος
Η Θράκη, που το ανατολικό της όριο, ο Έβρος ποταμός είναι το σύνορο Ελλάδας-Τουρκίας, αποτελεί την περιοχή μετόπισθεν του Δ΄ Σώματος Στρατού (Δ΄ ΣΣ), του ισχυρότερου μείζονος σχηματισμού μάχης του Ελληνικού Στρατού. Σε όλη την έκτασή της βρίσκονται αναπτυγμένοι πολλοί σχηματισμοί και μονάδες μάχης, υποστήριξης μάχης και λογιστικής υποστήριξης του Ελληνικού Στρατού. Βέβαια, η πλειοψηφία των πρώτων βρίσκεται αναπτυγμένη επί της μεθοριακής γραμμής για να αντιμετωπίσει τη διαρκώς αναβαθμιζόμενη απειλή που αποτελεί η επιθετικά διατεταγμένη και εξοπλισμένη 1η Τουρκική Στρατιά. Στο εσωτερικό της Θράκης εδρεύουν οι εφεδρείες του Δ΄ Σώματος Στρατού: η XXV Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (XXV ΤΘΤ) «2ο Σύνταγμα Ιππικού Έφεσος» στο Πετροχώρι Θράκης, η XXI Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (ΧΧΙ ΤΘΤ) «Ταξιαρχία Ιππικού Πίνδος» και η 29η Ταξιαρχία Πεζικού (29 ΤΑΞ ΠΖ) «Πόγραδετς» στην Κομοτηνή. Στην Ξάνθη εδρεύει το Στρατηγείο του Δ΄ ΣΣ, με στοιχεία διοίκησης και διοικητικής μέριμνας, το 1ο Συγκρότημα Επικοινωνιών – Ηλεκτρονικού Πολέμου – Πληροφορικής – Επιτήρησης (1ο ΣΕΗΠΠΕΠ), και η 4η Ταξιαρχία Υποστήριξης (4η ΤΑΞΥΠ) που αποτελεί τον μείζονα σχηματισμό διοικητικής μέριμνας του Σώματος. Σε όλη επίσης την περιοχή της Θράκης έχει αναπτυχθεί σημαντική υποδομή διοικητικής μέριμνας, η ομαλή λειτουργία της οποίας είναι αναγκαία για την επιτυχή από την ελληνική πλευρά διεξαγωγή των υψηλής έντασης και πυκνότητας επιχειρήσεων.
Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ενέργεια στα μετόπισθεν του Σώματος θα εμποδίσει ή ακόμη θα φθείρει σημαντικά την ικανότητα αντίδρασής του σε επιθετική ενέργεια της αριθμητικά ή ακόμα και ποιοτικά καθώς η συσσώρευση σύγχρονου υλικού κυρίως για επιθετικές επιχειρήσεις συνεχίζεται αμείωτη, ανώτερης 1ης Τουρκικής Στρατιάς. Από στρατιωτική άποψη, λοιπόν, η μουσουλμανική μειονότητα αποτελεί σημαντική παράμετρο στον ελληνοτουρκικό συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος στο θέατρο επιχειρήσεων του Έβρου. Η μεθοδική κινητοποίηση και σχεδιασμένη ενεργοποίηση και εμπλοκή των εξτρεμιστικών στοιχείων της μειονότητας μπορεί να προκαλέσει πολύ σημαντικά προβλήματα στις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες θα βρεθούν κυριολεκτικά να διεξάγουν διμέτωπο αγώνα, έναντι της 1ης Τουρκικής Στρατιάς και ενός «εσωτερικού» εχθρού ο οποίος δύσκολα θα μπορεί να προσδιορισθεί και να αντιμετωπισθεί από την στιγμή που θα είναι τακτικό στράτευμα.
Το πρόβλημα
Με βάση εκτιμήσεις, ο αριθμός των εξτρεμιστικών κύκλων της μειονότητας, οι οποίοι ανταποκρινόμενοι στα κελεύσματα και προσταγές της Άγκυρας, είναι διατεθειμένοι ως πυρήνες να αρχίσουν ένοπλο αγώνα, υπολογίζονται σε αρκετές εκατοντάδες άτομα, ενώ ο συνολικός αριθμός των εμπλεκομένων μπορεί να ανέλθει κατ’ ανώτατο μέχρι τις 5.000 χιλιάδες. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο εξοπλισμός τους υφίσταται ήδη από σήμερα, προέρχεται από διάφορες πηγές, είναι αποθηκευμένος σε κρύπτες και πέρα από τον ελαφρύ οπλισμό περιλαμβάνει βαρέα όπλα και φορητά αντιαρματικά. Η εκπαίδευση και η οργάνωσή τους έχει αρχίσει εδώ και χρόνια τόσο με τη βοήθεια των στελεχών του προξενείου (με την κάλυψη της ιδιότητας του διπλωματικού υπαλλήλου τα στελέχη των Τουρκικών Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων όχι μόνο εξασφαλίζουν ανεμπόδιστη πρόσβαση και επαφή, αλλά αποκτούν και συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ελληνικών αρχών ασφαλείας λόγω των προνομίων που τους εξασφαλίζει η διπλωματική ιδιότητα) όσο και «κεκαλυμμένων» στελεχών των Τουρκικών Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων, που για εμπορικούς, προσωπικούς ή τουριστικούς λόγους επισκέπτονται την περιοχή. Ας μη διαφύγει της προσοχής μας ότι η εμπορευματική μεταφορική κίνηση που διέρχεται από τα ελληνοτουρκικά σύνορα παρουσιάζει συνεχή αύξηση και ότι οι ελληνικοί τελωνειακοί έλεγχοι, όσο πλήρεις και αν είναι, δεν μπορούν να ανακόψουν μέσα στον μεγάλο όγκο των διασυνοριακών εμπορευματικών μεταφορών τις καλά σχεδιασμένες αποστολές όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών και λοιπών υλικών. Εξάλλου «μαλακό» υπογάστριο για τις ελληνικές αρχές αποτελεί και η ελληνοβουλγαρική μεθόριος, καθώς στο νότιο τμήμα της Βουλγαρίας πλέον υφίσταται ως οργανωμένη πολιτική και όχι μόνο οντότητα πολυάριθμη -περίπου 1,5 εκατομμύρια άτομα- τουρκική μειονότητα, ανάμεσα στην οποία σίγουρα θα βρίσκονταν κάποιοι για να βοηθήσουν – συμμετέχουν στις μεταφορές.
Αυτή η υπολογίσιμη στρατιωτικά δύναμη «ατάκτων» που έχει το πλεονέκτημα της πολύ καλής γνώσης της περιοχής αλλά και της «διάχυσης» μέσα στο σώμα της μειονότητας, γεγονός που αυξάνει την επιβιωσιμότητά της, θα κινητοποιηθεί άμεσα όταν ο γενικότερος επιχειρησιακός σχεδιασμός της Άγκυρας το επιβάλει. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, εφόσον ο χρόνος και ο τόπος εκδήλωσης τουρκικής ενέργειας αποτελεί προνόμιό της, ο αιφνιδιασμός σε στρατηγικό και τακτικό επίπεδο να ανήκει αποκλειστικά στην τουρκική πλευρά.
Οι εξτρεμιστές της μειονότητας από την πρώτη στιγμή της κινητοποίησης τους θα προσβάλουν μαζικά στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης και της Κομοτηνής, όπου υπάρχουν οι μεγαλύτερες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις Ελλήνων μουσουλμάνων, όχι μόνο στρατιωτικές υποδομές και δυνάμεις αλλά και την πολιτική διοίκηση και υποδομές με σκοπό την πρόκληση χάους.
Όσο περισσότερο συγχρονισμένες χρονικά και πολυάριθμος (σε αριθμό στόχων) είναι οι προσβολές τόσο μεγαλύτερο θα είναι το αποτέλεσμά τους. Η τελική αποτελεσματικότητά τους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς και μόνο η εκδήλωση μαζικών προσβολών θα «κορέσει» το ελληνικό σύστημα διοίκησης στη ζώνη των μετόπισθεν και θα απορροφήσει δυνάμεις που θα μπορούσαν αλλιώς να διατεθούν για τον κύριο σκοπό.
Ως στόχοι υψηλής προτεραιότητας θεωρούνται οι ακόλουθοι:
-Στρατηγεία και Σταθμοί Διοίκησης. Η μακροχρόνια παρατήρηση ή μάλλον η κατασκοπευτική δράση των εξτρεμιστών, τους έχει κάνει γνώστες όλων των κύριων και των εναλλακτικών θέσεων. Η αλυσίδα διοίκησης, το «νευρικό σύστημα» του Δ΄ ΣΣ, θα υποστεί αλλεπάλληλες άμεσες ή έμμεσες (με την ακριβή κατάδειξη των θέσεων στις τουρκικές αεροπορικές ή και πυραυλικές δυνάμεις) προσβολές με σκοπό την εξουδετέρωση του ή έστω την επίτευξη καθυστερημένης αντίδρασης.
– Συγκοινωνιακές υποδομές. Από τη Θράκη διέρχεται η Εγνατία οδός με διατομή δύο κυρίων λωρίδων και βοηθητικής λωρίδας κυκλοφορία, ανά κατεύθυνση. Κατά τον διαμήκη άξονα διασχίζει ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα από την Ηγουμενίτσα μέχρι τη Θεσσαλονίκη (Κεντρική Μακεδονία) και από εκεί μέχρι τους Κήπους του Έβρου, και επιτρέπει την ταχεία μεταφορά ενισχύσεων. Διέρχεται επίσης η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης, ενώ στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν αρκετοί λιμένες (όπως π.χ. το Πόρτο Λάγος), περιφερειακά (όπως π.χ. της Χρυσούπολης) και δευτερεύοντα (όπως το Αεροδρόμιο Γενικής Αεροπορίας – Αεραθλητικό Κέντρο «Αναστάσιος Μπακάλμπασης» της Κομοτηνής) αεροδρόμια και ακτές που επιτρέπουν την αποβίβαση βαρέως υλικού και ενισχύσεων. Η ομαλή λειτουργία τόσο της Εγνατίας όσο και της σιδηροδρομικής γραμμής, και φυσικά των παράπλευρων δρόμων και του επαρχιακού δικτύου είναι κρίσιμες για την ελληνική πλευρά, όχι μόνο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης και τον ανεφοδιασμό των σχηματισμών και των μονάδων των πρόσω, αλλά και για την ταχεία κίνηση των ενισχύσεων.
Σε επίπεδο Σώματος Στρατού καθοριστική είναι η προώθηση των XXI ΤΘΤ και XXV ΤΘΤ όπου απαιτηθεί ανάλογα με την εξέλιξη του αγώνα. Ιδιαίτερα για την πρώτη που θα κατευθυνθεί προς τον βόρειο τομέα του Έβρου, η μόνη υφιστάμενη επιλογή είναι ο ορεινός, οφιοειδής και δύσκολος επαρχιακός δρόμος Σάπες-Ροδόπης-Μέγα Δέρειο-Μικρό Δέρειο και από εκεί προς Διδυμότειχο ή Ορεστιάδα. Ας σημειωθεί εδώ ότι στο μέσο του ορεινού επαρχιακού δρόμου Σάπες προς Διδυμότειχο ή Ορεστιάδα και μάλιστα στην περιοχή που η ελληνική επικράτεια έχει πλάτος μόλις 20 χλμ. από τα ελληνοτουρκικά μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα υπάρχει σύμπλεγμα χωριών (Μεγάλο και Μικρό Δέρειο, Πετρόλοφος, Σιδηρώ, Ρούσσα, Γονικό, Άνω και Κάτω Μικράκιο, Κισσόs, Σιδηροχώρι, Ουράνια και Αγριάνη) που κατοικούνται σχεδόν αποκλειστικά από μουσουλμάνους της μειονότητας. Η μη έγκαιρη άφιξη των ενισχύσεων αυτών στους χώρους τελικού προορισμού και επέμβασή τους όπου και όταν απαιτηθεί, δημιουργεί τεράστιο κίνδυνο για την ελληνική αμυντική προσπάθεια καθώς τόσο στον βόρειο τομέα η XVI Μ/Κ ΜΠ (με τη Τακτική Διοίκηση/21ου Συντάγματος Πεζικού «Δράμα», την 3η Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ «Ρίμινι» και την 30ή Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ «Τομορίτσα), όσο και στον κεντρικό (50ή Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ «Αψός») και τον νότιο (η ΧΙΙ Μ/Κ ΜΠ «Έβρου» με τις 7η Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ «Σαραντάπορος» και 31η Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ «Κάμια», και την ΧΧΙΙΙ ΤΘΤ «3ο Σύνταγμα Ιππικού Δορύλαιον» που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη), θα φθαρούν από την αρχική μαζική προσβολή του αντιπάλου και πιθανά (παρά τα μέτρα της ελληνικής πλευράς που αφορούν κυρίως την αμυντική οργάνωση, σκέπαστρα, τομές, οχυρωματικά έργα, κ.λπ.) θα υποστούν σημαντικές απώλειες.
Το ίδιο κρίσιμη για την έκβαση των επιχειρήσεων είναι και η ταχεία κίνηση και ανάπτυξη της ελληνικής στρατηγικής εφεδρείας που είναι αναπτυγμένη στην κεντρική Μακεδονία και περιλαμβάνει κυρίως τη ΙΙ Μ/Κ ΜΠ με τις 33η Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ «Σύνταγμα Κυδωνιών», 34η Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ «Απόσπασμα Συνταγματάρχη Διαλέτη» και XXIV ΤΘΤ «1ο Σύνταγμα Ιππικού Φλώρινα», και η οποία θα πραγματοποιήσει τη στρατηγική αντεπίθεση. Κατά συνέπεια, τόσο η Εγνατία Οδός όσο και η σιδηροδρομική γραμμή θα αποτελέσουν αντικείμενο δολιοφθορών και προσβολών από τους εξτρεμιστές της μειονότητας (όπως φυσικά και από την Τουρκική Αεροπορία), και η ελληνική πλευρά πέρα από τη διασφάλιση της ικανότητας αποκατάστασης ζημιών μάχης, θα πρέπει να φροντίσει και για την ισχυρή ασφάλειά τους.
– Τηλεπικοινωνιακές υποδομές και ενεργειακές υποδομές. Σκοπός αυτών των προσβολών θα είναι η αποδόμηση της πολιτικής διοίκησης, η πρόκληση αναταραχής στον γενικό πληθυσμό, και σε όσο βαθμό εξαρτώνται από τις εν λόγω υποδομές, η δημιουργία προβλημάτων στην ελληνική κινητοποίηση και επιχειρησιακή δράση.
– Υποδομές, εγκαταστάσεις και μονάδες διοικητικής μέριμνας. Το σύνολό τους θα είναι εκτεθειμένο σε προσβολές, η δε φύση των εγκαταστάσεων τις καθιστά εξ ορισμού ευάλωτες. Αγωγοί καυσίμων και αποθήκες καυσίμων, αποθήκες εφοδίων και πυρομαχικών, συνεργεία περιοχής τεχνικού και σημεία περισυλλογής υλικού, θα δεχτούν προσβολές με αντικειμενικό σκοπό τον περιορισμό του ανεφοδιασμού των σχηματισμών και μονάδων μάχης της μεθορίου. Όπως και στην περίπτωση των στρατηγείων και σταθμών διοίκησης, οι γεωγραφικές θέσεις είναι εκ των προτέρων γνωστές, όπως πιθανά και τα μέτρα ασφαλείας τους (απόρροια μακροχρόνιας παρατήρησης και καταγραφής).
– Χώροι διασποράς, σημεία συγκέντρωσης.
-Έργα αμυντικής οργάνωσης και εγκαταστάσεις. Φυσικά και αυτά έχουν με λεπτομέρεια καταγραφεί και στοχοποιηθεί από τον καιρό της ειρήνης, οπότε πρέπει να θεωρείται βέβαιη η άμεση και με υψηλή ακρίβεια προσβολή τους.
Παράλληλα με αυτές τις πολλαπλές επιθέσεις δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η δημιουργία, με κέντρο αμιγώς μειονοτικά χωριά, «περίκλειστων» για τον έλεγχο κρίσιμων περιοχών και συγκοινωνιακών κόμβων και αρτηριών. Αν και εκ πρώτης όψης η επιλογή αυτή (είχε υιοθετηθεί και από τους Τουρκοκύπριους στην Κύπρο τις αρχές της δεκαετίας του 1960) φαίνεται να δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στον αμυνόμενο, στην πράξη αποτελεί θετική εξέλιξη, καθώς η συγκέντρωση των «ατάκτων» σε συγκεκριμένες περιοχές θα επιτρέψει την άμεση προσβολή τους με πυρά και βαριές μηχανοκίνητες ελληνικές δυνάμεις για την εξουδετέρωση και καταστροφή τους. Σε πολιτικό επίπεδο όμως η ύπαρξη «παράπλευρων» απωλειών λόγω του όγκου πυρός που θα χρησιμοποιηθεί κατάλληλα σε επικοινωνιακό επίπεδο από την Άγκυρα ώστε να προσδώσει περιεχόμενο και βάση στο επιχείρημα περί καταδυνάστευσης και εξόντωσης της μειονότητας.
Στην ανωτέρω τακτική κατάσταση θα πρέπει να προστεθεί και η άμεση τουρκική δράση. Τα εξτρεμιστικά στοιχεία της μειονότητας θα ενισχυθούν με συνεχείς ρίψεις όπλων και πυρομαχικών, εφοδίων, με αεραγήματα και αποβατικά στρατεύματα και φυσικά μονάδες ειδικών δυνάμεων των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα η δύναμη πυρός τους, ενώ θα αυξηθεί κατακόρυφα η αποτελεσματικότητα, αφού τη διοίκηση των επιχειρήσεων θα εξασκούν πολύ καλά εκπαιδευμένοι επαγγελματίες. Αντικειμενικός σκοπός θα είναι η πρόκληση εκτεταμένων καταστροφών στις στρατιωτικές υποδομές, γεγονός που θα αντανακλάσει αργότερα ή γρηγορότερα στις επιχειρήσεις στο μέτωπο του Έβρου, και η κατάληψη κρίσιμων αμυντικών τοποθεσιών (όπως π.χ. η διάβαση της Ατάρνης) ή ακόμα μικρότερων ή μεγαλύτερων αστικών κέντρων. Ειδικά το τελευταίο αποτελεί ζήτημα ύψιστης σημασίας, καθώς η κατάλληλη, από πλευράς της Άγκυρας, επικοινωνιακή εκμετάλλευσή του, θα δράσει σημαντικά υπέρ των επιχειρημάτων της.
Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αφιερώσει για την εξουδετέρωση της συγκεκριμένης απειλής, δυνάμεις που υπό άλλες προϋποθέσεις θα κινούνταν ως ενισχύσεις προς τα ανατολικά, ενώ ταυτόχρονα θα υποστηριχθεί-υποβοηθηθεί η προέλαση των δυνάμεων της 1ης Τουρκικής Στρατιάς, η οποία ως κύριο στρατηγικό αντικειμενικό σκοπό έχει την ευρύτερη περιοχή Ξάνθης-Κομοτηνής.
Η συνένωση των επιτιθέμενων τουρκικών δυνάμεων με τους εξτρεμιστές της μειονότητας στην ευρύτερη περιοχή Ξάνθης-Κομοτηνής όχι μόνο σημαίνει τη νίκη σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά παρέχει και το πολιτικό επικάλυμμα για την επαναχάραξη των συνόρων. Η προβολή στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης σκηνών από την υποδοχή των Τούρκων στρατιωτών ως απελευθερωτών από μέλη της μειονότητας που θα κραδαίνουν τουρκικές σημαίες και θα κραυγάζουν τα ανάλογα συνθήματα αποτελεί την εγνωσμένης αποδοτικότητας για τη διεθνή κοινή γνώμη «συνταγή».
Το πλαίσιο της λύσης
Σε στρατιωτικό επίπεδο η χώρα μας έχει ήδη λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα και συνεχώς προβαίνει σε βελτιωτικές κινήσεις. Η εν δυνάμει στρατιωτική απειλή έχει γίνει από τους επιτελείς των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων πλήρως αντιληπτή και οι απώτεροι σκοποί τόσο της εμφανούς (μέσω του Προξενείου Κομοτηνής) όσο και της αφανούς (διά «συγκαλυμμένων» επιχειρήσεων) δράσης της Τουρκίας έχουν αναγνωριστεί και αξιολογηθεί. Μάλιστα, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του Ελληνικού Στρατού στη νέα δομή δυνάμεων έχουν γίνει μετασταθμεύσεις μονάδων που εξυπηρετούν και την αντιμετώπιση αυτής της νέας απειλής. Για ευνόητους λόγους δεν πρόκειται να γίνει καμία αναφορά στους ελληνικούς σχεδιασμούς με μόνη εξαίρεση τη διαπίστωση ότι στην πράξη θα πρόκειται για μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις σε κατοικημένους τόπους, ή Στρατιωτικές Επιχειρήσεις Αστικού Εδάφους (ΣΕΑΕ), όπως είναι η επίσημη ορολογία.
Ως τέτοιες χαρακτηρίζονται οι στρατιωτικές ενέργειες που σχεδιάζονται και διεξάγονται σε έδαφος, όπου οι τεχνικές κατασκευές επηρεάζουν τις διαθέσιμες τακτικές επιλογές του διοικητή. Διεξάγονται δε εναντίον ενός εχθρού που μπορεί να έχει αναμειχθεί µε ομάδα πολιτών. Διακρίνονται σε δύο είδη, τις λεπτομερείς ΣΕΑΕ και τις ΣΕΑΕ ακριβείας. Οι πρώτες διεξάγονται συνήθως από τις Ειδικές Δυνάμεις και περιλαμβάνουν αποστολές, όπως καταδρομές, περισυλλογές, διασώσεις και άλλες ειδικές επιχειρήσεις. Οι δεύτερες διεξάγονται από συμβατικές δυνάμεις, εναντίον ενός εχθρού που έχει αναμειχθεί µε άμαχους. Οι επιχειρήσεις αυτές απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και αυστηρή εφαρμογή κανόνων εμπλοκής για τον περιορισμό των απωλειών αμάχων και έμμεσων ζημιών (σσ. το δίκαιο του πόλεμου απαγορεύει τον άσκοπο τραυματισμό αμάχων και τη χωρίς λόγο καταστροφή περιουσιών). Επίσης, απαιτούνται ειδικές τακτικές, τεχνικές και διαδικασίες για τη χρήση της μαχητικής ισχύος µε ακρίβεια. Γενικά οι ΣΕΑΕ είναι εξ ορισμού εξαιρετικά δύσκολες και με επίσης ισχυρή πολιτική-επικοινωνιακή διάσταση, καθώς η πρόκληση απωλειών στον άμαχο πληθυσμό και η αναίτια καταστροφή υποδομών μπορούν να έχουν αντίκτυπο σε στρατηγικό επίπεδο.
Βέβαια, ο προσεκτικός παρατηρητής θα έχει διαπιστώσει ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες μονάδες του Ελληνικού Στρατού εκπαιδεύονται συστηματικά στον αγώνα σε κατοικημένους τόπους, που πλέον για την ελληνική τακτική αντίληψη αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του πεδίου της μάχης, καθώς η αστικοποίηση είναι πολύ εκτεταμένη στο ελληνικό θέατρο επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα συστηματική και ρεαλιστική είναι η εκπαίδευση των μονάδων των Ειδικών Δυνάμεων, που σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες επιχειρησιακές ικανότητες και δεξιότητες αποτελούν την πρώτη επιλογή για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων.
Όμως, τα στρατιωτικά μέτρα δεν είναι η αποδοτικότερη λύση. Δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην ειρηνική περίοδο ή την περίοδο «προθέρμανσης» μιας κρίσης. Αποτελούν φυσικά επιλογή όταν και εφόσον απαιτηθεί, αλλά η ελληνική πολιτεία οφείλει άμεσα να λάβει ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ για να αντιστραφεί πορεία δεκαετιών, όπου οι λανθασμένες πολιτικές επιλογές, η έλλειψη πολιτικής, η ατολμία και φυσικά η συναλλαγή σε πολιτικό επίπεδο ουσιαστικά λειτούργησαν κυρίως για να προλειάνουν το έδαφος για τους σχεδιασμούς της Άγκυρας.
Ο ελληνικός κρατικός σχεδιασμός θα πρέπει να κυριαρχείται από την πεποίθηση ότι η κινητοποίηση των εξτρεμιστών της μουσουλμανικής μειονότητας δεν θα γίνει αυθόρμητα, αλλά στο πλαίσιο μεθοδικού και λεπτομερειακού σχεδιασμού της Άγκυρας σε χρόνο που θα επιλέξει η ίδια όταν και όποτε αποφασίσει να κινηθεί. Η αποδοτικότερη λύση για την αντιμετώπιση των σχεδιασμών της Άγκυρας είναι η πρόληψη, μία έννοια δυστυχώς άγνωστη για την ελληνική πραγματικότητα. Η πρόληψη θα επιτρέψει όχι μόνο την αποφυγή εμφάνισης αρνητικών καταστάσεων, αλλά θα αποτελέσει φραγμό στα σχέδια της Άγκυρας που σήμερα (δυστυχώς) κινείται ουσιαστικά ανενόχλητη. Θα πρέπει από σήμερα ήδη η ελληνική πολιτεία να προχωρήσει σε σειρά μέτρων και ενεργειών.
Τα μέτρα αυτά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Τα πρώτα είναι πρωτίστως πολιτικά και αφορούν:
-Την άμεση ελληνοποίηση της παιδείας. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης είναι Έλληνες πολίτες και έχουν πλήρη δικαιώματα στην εκπαίδευση όπως κάθε άλλος Έλληνας. Κατά συνέπεια, η παροχή υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης από δασκάλους και καθηγητές που ικανοποιούν τα θεσμοθετημένα πρότυπα δεν είναι μόνο υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας αλλά και καθήκον και ταυτόχρονα δικαίωμα για τις νεότερες γενιές.
– Τη συστηματική οικονομική ενίσχυση και ανάπτυξη της περιοχής η οποία ταχύτατα οδηγείται σε εξαστισμό.
– Τη συγκράτηση του χριστιανικού πληθυσμού στις εστίες του, την υποβοήθηση της αύξησης της γονιμότητας καθώς και την επιστροφή των μεταναστευσάντων.
Όλα τα παραπάνω μέτρα απαιτούν όραμα, ισχυρή πολιτική βούληση και δεινή εκτελεστική ικανότητα του κρατικού μηχανισμού για την υλοποίηση τους. Δυστυχώς, και τα τρία αποτελούν είδος σε έλλειψη στη σύγχρονη Ελλάδα. Θα σταθούμε όμως εδώ κυρίως στην οικονομική ανάπτυξη. Μέχρι πρόσφατα το υψηλότερο ελληνικό επίπεδο διαβίωσης σε σχέση με το τουρκικό αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο στους τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς της Άγκυρας, οι οποίοι έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στη μειονότητα μόνο σε εξτρεμιστικούς κύκλους ή σε όσους από τη σχέση αυτή απολάμβαναν πρακτικά οφέλη. Ενώ όμως η οικονομία της χώρας βυθίζεται και η προοπτική ανάκαμψης δεν είναι ακόμη ορατή, η τουρκική οικονομία αποτελεί μία από τις 20 μεγαλύτερες του κόσμου και μέσα σε αυτή τη δεκαετία θα ανήκει στην πρώτη δεκάδα. Η διάχυση των ωφελημάτων στην τουρκική κοινωνία, η απόκτηση υψηλότερου βιοτικού επιπέδου που θα είναι ανώτερο του ελληνικού και κυρίως η ισχυρή θετική προσδοκία για το μέλλον, μπορούν να αποτελέσουν ισχυρό πόλο έλξης για τη μειονότητα που όπως και όλη η χώρα δοκιμάζεται από την ύφεση. Και πολύ πιο αποτελεσματικό από τις εθνοπατριωτικές θεωρίες και τα οθωμανικά οράματα που σήμερα χρησιμοποιεί η Άγκυρα για να επιτύχει την «εθνική συνειδητοποίηση» της μειονότητας.
Τα μέτρα της δεύτερης κατηγορίας είναι περισσότερο άμεσα και πρακτικά:
-Περιορισμός της δραστηριότητας του τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες και συμβάσεις. Ας σημειωθεί ότι με τη μεθοδική χρήση μεγάλων οικονομικών πόρων το τουρκικό προξενείο αποτελεί πλέον έναν μεγάλο «εργοδότη» στην περιοχή, ο οποίος χρησιμοποιεί την οικονομική του επιρροή για να εξαγοράσει συνειδήσεις, να απομονώσει ή και να εκφοβίσει τους διαφωνούντες και να στρατολογήσει πειθήνια όργανα για λογαριασμό της Άγκυρας.
– Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων. Αρκεί μία ματιά στον τοπικό Τύπο για να σταχυολογήσει κανείς πολλά περιστατικά τέτοιας δράσης. Φυσικά, τόσο οι Ένοπλες Δυνάμεις όσο και οι ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας έχουν αναπτύξει αντίμετρα αλλά το φαινόμενο δεν περιορίζεται.
– Ύπαρξη ολοκληρωμένου σχεδίου για τον έλεγχο των επικίνδυνων για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.
– Ύπαρξη σχεδίου ελέγχου των ραδιοφωνικών εκπομπών, των τηλεοπτικών σταθμών και των εντύπων της μειονότητας. Η ανέλεγκτη εκπομπή και κυκλοφορία τους σε κατάσταση κρίσης (που θα λειτουργήσουν ως μέσο προπαγάνδας και προβοκάτσιας) δημιουργεί πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα για την ελληνική πολιτεία.
-Λήψη κατάλληλων μέτρων από τώρα για την εφαρμογή σχεδίων εσωτερικής ασφάλειας, με κύρια συμμετοχή της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛΑΣ), των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών και επικουρικά, υπό προϋποθέσεις συμβατές με το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας, των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
– Ενίσχυση τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική των δυνάμεων της ΕΛΑΣ στην περιοχή. Σε πρώτη φάση επίσης απαιτείται ο εξοπλισμός της με επαρκή αριθμό ελαφρών τροχοφόρων τεθωρακισμένων αστυνομικών οχημάτων, τα οποία θα διατεθούν στα μεταβατικά αποσπάσματα για την επιτήρηση και έλεγχο της περιοχής. Ο έλεγχος των εξτρεμιστών και η αντιμετώπισή τους είναι κυρίως αστυνομικό έργο και φυσικά αποστολή των υπηρεσιών εθνικής ασφαλείας, την περίοδο της ειρήνης και κατά την εμφάνιση μιας κρίσης. Οι στρατιωτικές δυνάμεις είναι οργανωμένες και εκπαιδευμένες για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης και όχι για την εκτέλεση αστυνομικών επιχειρήσεων. Σε περίπτωση κρίσης τυχόν πρόωρη ενεργητική εμπλοκή τους πιθανά θα έχει τα αντίθετα (σε πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο) από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Αντί επιλόγου
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι μειονότητες έχουν αποτελέσει μεταξύ χωρών αιτία τριβών και συρράξεων, αλλά μπορούν όμως να γίνουν και γέφυρα ειρήνης. Για την τουρκική όμως πρακτική η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη αποτελεί απλώς ένα ακόμα βέλος στη φαρέτρα, μια πέμπτη φάλαγγα για την πρόκληση προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών. Βέβαια, αυτός ο τουρκικός σχεδιασμός (ηθελημένα;) αγνοεί τις κοινωνιολογικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της μειονότητας. Οι νέες γενιές είναι γενικά πιο ανεξάρτητες και δεν διακατέχονται από τις παραδοσιακές αντιλήψεις και πρακτικές που συστηματικά χρησιμοποιεί η Άγκυρα για να επιτύχει τον έλεγχο της μειονότητας και να εξυπηρετήσει τα σχέδιά της, που δεν είναι κατ’ ανάγκη τα πιο συμφέροντα για τη μειονότητα. Όμως, όπως αναφέρθηκε, η οικονομική πτυχή του ζητήματος θα είναι καθοριστική τα επόμενα χρόνια. Αν η ελληνική πολιτεία δεν παράσχει ισχυρή και θετική προοπτική εκπαίδευσης, εργασίας και διαβίωσης, τότε δεν αποκλείεται το τουρκικό οικονομικό θαύμα, να αποτελέσει τον καταλύτη για την ευόδωση των σχεδιασμών της Άγκυρας. Το σενάριο λοιπόν να είναι το επόμενο επεισόδιο στο ελληνοτουρκικό σίριαλ η ανάδειξη του μειονοτικού σε πρώτο θέμα, δεν φαντάζει και τόσο απίθανο, ειδικά τώρα που υπάρχει υπέρμετρη τουρκική «ευαισθησία» για το μεταναστευτικό.
katoxika nea