του Ανδρέα Καψαμπέλη
Ακόμη κι αν μας δείχνουν στο 1% οι δημοσκοπήσεις, εγώ θα συνεχίσω!
Η φράση αυτή, την οποία φέρεται να είπε με κατηγορηματικό τρόπο εν κλειστώ κατά τη τελευταία συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις γιορτές ο κ. Τσίπρας, συμπυκνώνει τη βούλησή του αφενός μεν να μην βιαστεί να εγκαταλείψει την εξουσία και αφετέρου να προχωρήσει στην εφαρμογή των μέτρων και της πολιτικής που έχει συμφωνήσει με τους δανειστές.
Οι δημοσκοπήσεις βέβαια δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να «αντέχει» -και με χαμηλή συσπείρωση- στα επίπεδα του 15%, οπότε θα μπορούσε να πει κανείς ότι με βάση την πρωθυπουργική αποστροφή υπάρχουν κι άλλα αποθέματα. Όμως ακόμη κι έτσι και παρά τις προσπάθειες συσπείρωσης που καταβάλονται, οι πολιτικές αντοχές της κυβέρνησης εξαντλούνται καθημερινά. Ο κ. Τσίπρας μπορεί να εμφανίζεται αποφασισμένος να μην επηρεαστεί από τη μεγάλη δημοσκοπική υποχώρηση, αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύεται αδυσώπητη. Η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη στις συμπληγάδες τόσο των μνημονιακών διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση όσο και της πολιτικής αβεβαιότητας με αποτέλεσμα η ρευστότητα να μεγαλώνει διαρκώς και τα διαλυτικά σημάδια να αυξάνονται.
Αν και η δεδηλωμένη στη Βουλή τουλάχιστον στην παρούσα φάση δεν απειλείται, η αρνητική δυναμική των εξελίξεων είναι τέτοια που καθιστά ήδη όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά. Οι συζητήσεις με τους δανειστές κινούνται σε τεντωμένο σχοινί, δίχως μάλιστα μια θετική κατάληξη να σηματοδοτεί αυτόματα, όπως θέλει να ελπίζει η κυβέρνηση, την είσοδο σε μια καλύτερη περίοδο για την ελληνική κοινωνία. Αντιθέτως, ο ορίζοντας γίνεται ακόμη πιο βαρύς και η προοπτική ενός νέου μνημονίου με εξίσου σκληρά μέτρα «απονομιμοποιεί» καθημερινώς τη σημερινή κυβέρνηση και διατηρεί σε ισχύ τα εκλογικά σενάρια, όσο και αν τα ξορκίζει το Μέγαρο Μαξίμου.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι με την είσοδο του νέου έτους όλες οι πλευρές έχουν τεθεί σε εκλογική ετοιμότητα. Εκτός από τις περιοδείες των αρχηγών, το μαρτυρούν οι μεταγραφές βουλευτών και στελεχών, τα κομματικά προξενιά και οι βιαστικές συμπράξεις αλλά και η πολωτική ρητορική που υιοθετείται πανταχόθεν.
Ήδη για πολλούς και ιδιαίτερα από την αξιωματική αντιπολίτευση οι κάλπες αντιμετωπίζονται ως λύτρωση από τη σημερινή τελματώδη κατάσταση. Την ίδια ώρα ωστόσο, για πρώτη φορά, η επομένη ημέρα συνοδεύεται κι αυτή από αυξημένη επιφυλακτικότητα. Ο περιορισμένος δείκτης αισιοδοξίας δεν αφορά μόνο τις δυνατότητες εξόδου από το μνημονιακό τούνελ αλλά και την ίδια την πολιτική σταθερότητα.
Αν επιβεβαιωθούν όσοι υποστηρίζουν ότι -παρά τις διαβεβαιώσεις του κ. Τσίπρα- η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να πάει εντός των προσεχών μηνών και υπό το βάρος των αδιεξόδων που συσσωρεύονται σε εκλογές, αυτό που θα προκύψει θα μοιάζει περισσότερο με κινούμενη άμμο.
Το πιο σημαντικό σε όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, εκτός από τη μεγάλη κυβερνητική φθορά που καταγράφουν, είναι ότι παραπέμπουν σε ένα σκηνικό ακυβερνησίας το οποίο συνδυάζεται άλλωστε και με τις διαρκώς ενισχυόμενες τάσεις αποστροφής προς το υπάρχον πολιτικό σύστημα και πολλές από τις σταθερές που ενσάρκωνε.
Το ισχυρό προβάδισμα που διατηρεί σταθερά εδώ και καιρό η ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί ασφαλή προϋπόθεση για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης ύστερα από μια εκλογική αναμέτρηση. Από τις δημοσκοπήσεις που είναι γνωστές προκύπτει ότι χωρίζει αρκετή απόσταση ακόμη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το αναγκαίο ποσοστό (περίπου 37%) για την κατάκτηση του ορίου των 151 εδρών. Αν μάλιστα η τελευταία μέτρηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας που δείχνει και μια κάμψη της ΝΔ κατά 1,5% (από το 32% στο 30,5%) αντανακλά μια πιο μόνιμη τάση, τότε είναι προφανές ότι η στρατηγική της αυτοδυναμίας συναντά σοβαρά προβλήματα. Ίσως γι αυτό και στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή την Τρίτη με αφορμή τα αγροτικά ζητήματα ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε σε ένα πιο ευκρινές άνοιγμα και προς τις άλλες «ευρωπαϊκές δυνάμεις». Αντιστοίχως, εκεί φαίνεται ότι βρίσκεται το κλειδί και για τον κ. Τσίπρα προκειμένου να οργανώσει, από τη θέση του δεύτερου κόμματος, τους δικούς του αντιπερισπασμούς.
Η ιδιαιτερότητα της κατάστασης είναι ότι αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, ο μόνος πιθανός εταίρος που δείχνει να μπαίνει σίγουρα στη Βουλή αυτή τη στιγμή είναι το ΠΑΣΟΚ με δεδομένη την εικόνα και τις επιδόσεις των άλλων μικρών κομμάτων του κέντρου. Από την άποψη αυτή οι εξελίξεις στην Χαριλάου Τρικούπη αποκτούν εκ των πραγμάτων ρυθμιστικό ρόλο που όμως δεν είναι και μονοσήμαντος. Ήδη οι διεργασίες στο εσωτερικό της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ύστερα και από την προσχώρηση του Γ. Παπανδρέου και του ΚΙΔΗΣΟ σημειώνονται με φόντο την επόμενη ημέρα και τα δύο στρατόπεδα έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται σε αυτή τη βάση. Από τη μία πλευρά υπάρχουν εκείνοι που, προεξάρχοντος του Ευ. Βενιζέλου, θεωρούν ότι θα πρέπει να σχηματιστεί οπωσδήποτε κυβέρνηση και εάν ο «ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ» αρνηθεί να συμπράξει, τότε το ΠΑΣΟΚ οφείλει να διευκολύνει δια της ψήφου ή της ανοχής του το πρώτο κόμμα, δηλαδή τη ΝΔ. Στον αντίποδα, υποστηρίζεται -από τους πιο «κομματικούς»- ότι πρέπει να αποκλειστεί η συνεργασία με τη ΝΔ κατά το πρότυπο του 2012 και ότι θα είναι προς το συμφέρον του ΠΑΣΟΚ να παραμείνει στην αντιπολίτευση διαμορφώνοντας διαύλους συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της νέας κεντρoαριστεράς. Η διένεξη αυτή, που θα προσλαμβάνει όσο περνά ο καιρός μεγαλύτερη ένταση, θεωρείται μάλιστα πιθανό να οδηγήσει ανάλογα με τις εξελίξεις ακόμη και στη διάσπαση που τώρα δια της τεχνητής συγκόλλησης αποφεύγεται.
Στην περίπτωση πάντως που δεν σχηματιστεί κυβέρνηση, οι εκλογές που αμέσως μετά θα ακολουθήσουν θα γίνουν με την απλή αναλογική χωρίς το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα. Κι αυτό είναι το δέλεαρ που στο εν εξελίξει κομματικό πόκερ, εν μέσω καταβύθισης της οικονομίας και της κοινωνίας, έχει απλώσει ο κ. Τσίπρας «προειδοποιώντας» από τώρα το ΠΑΣΟΚ ότι δεν θα είναι «προοδευτικό κόμμα» αν επιλέξει να συνεργαστεί εκ νέου με τη ΝΔ. Η αβεβαιότητα μάλιστα κινδυνεύει να αποδειχθεί μεγαλύτερη διότι η δήλωση που έκανε ο κ. Μητσοτάκης -προειδοποιητικά και αυτός- ότι θα προχωρήσει αμέσως στην αλλαγή του εκλογικού νόμου ενδεχομένως μείνει δίχως αντίκρυσμα. Ο σχηματισμός πλειοψηφίας 200 εδρών από την επόμενη Βουλή για το σκοπό αυτό διαφαίνεται αρκετά δύσκολος με τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται...
Καθώς λοιπόν η απειλή του 4ου μνημονίου είναι ορατή, δείχνει να πλησιάζει ολοταχώς και η περιπέτεια της ακυβερνησίας. Εκτός κι αν επαληθευτούν τα προ πολλού κυοφορούμενα σενάρια για την αντιμετώπιση του αδιεξόδου με το σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών...
dimokratianews.gr
ΠΗΓΗ: press-gr.com
voice news