Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Αποψη: Αποτελεσματικότητα, ισότητα και ΕΝΦΙΑ



ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΩΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ*, ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΣ*

Παραμερίζοντας το πρόβλημα του κόστους συλλογής και διαχείρισης των φόρων, υπάρχουν δύο κριτήρια με τα οποία αξιολογείται ένα φορολογικό σύστημα: το κριτήριο της «αποτελεσματικότητας» και το κριτήριο της «ισότητας». Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας σχετίζεται με τις επιπρόσθετες ή έμμεσες στρεβλώσεις που αναπόφευκτα δημιουργεί η φορολογία στις αποφάσεις και στα κίνητρα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων (π.χ. να καταναλώσουν, να παραγάγουν και να αποταμιεύσουν) και που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού προϊόντος, της φορολογικής βάσης και τελικά ίσως και των ίδιων των φορολογικών εσόδων. Η κατανόηση, και κυρίως η ποσοτικοποίηση αυτών των έμμεσων στρεβλώσεων, είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της φορολογικής πολιτικής (κάτι που σχεδόν ποτέ δεν γίνεται στη χώρα μας). Από την άλλη πλευρά, το κριτήριο της ισότητας αναφέρεται στην κατανομή των επιπτώσεων της φορολογίας μεταξύ των νοικοκυριών στην κοινωνία.

Ποιος είναι ο στόχος ενός καλού φορολογικού συστήματος; Να ελαχιστοποιεί τις στρεβλώσεις και, ταυτόχρονα, να σέβεται ένα αποδεκτό επίπεδο ισότητας, όπως αυτό ορίζεται από την κοινωνία. Ενα καλό φορολογικό σύστημα πρέπει λοιπόν να ισορροπεί μεταξύ αυτών των δύο κριτηρίων, κάτι το οποίο είναι γενικά δύσκολο και το οποίο γίνεται ακόμα πιο δύσκολο σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης και αναγκαστικής δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Υπάρχουν όμως κάποιες βασικές αρχές που θα πρέπει να ακολουθούνται στην επιλογή του φορολογικού συστήματος. Μία από τις αρχές αυτές είναι η σωστή επιλογή της φορολογικής βάσης.
Μια φορολογική βάση η οποία χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορες χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γερμανία, Βουλγαρία, Αυστραλία, αλλά πρόσφατα και στην Ελλάδα με τη μορφή του ΕΝΦΙΑ) και που ευρέως θεωρείται ότι ικανοποιεί τα κριτήρια της αποδοτικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι η ακίνητη ιδιοκτησία, ο φόρος της οποίας ορίζεται ως ένας επαναλαμβανόμενος φόρος στην αντικειμενική αξία ενός ακινήτου. Αυτό συμβαίνει διότι:
i. Η φορολογική βάση του (δηλαδή η ακίνητη περιουσία) έχει σχετικά μικρή κινητικότητα και, κατά συνέπεια, δεν αντιδρά στη φορολογία, τουλάχιστον βραχυχρόνια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο φόρος αυτός δεν προκαλεί μείωση των εισοδημάτων, αλλά ότι έχει σχετικά μικρές επιπρόσθετες διαστρεβλωτικές συνέπειες στα οικονομικά κίνητρα και έτσι στην οικονομική δραστηριότητα.
ii. Η φορολογική βάση είναι διαφανής και συνεπώς αποκρύπτεται δύσκολα. Αυτό είναι χαρακτηριστικό που καθιστά τον φόρο στην ακίνητη περιουσία ιδιαιτέρως ελκυστικό, ειδικά σε μια χώρα όπου το επίπεδο της φοροδιαφυγής κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα.
iii. Ο φόρος αυτός είναι προοδευτικός όταν επιβάλλεται στη αξία ενός ακινήτου. Αυτό συνεπάγεται ότι μια ακριβή ιδιοκτησία, που κατέχεται κυρίως από τις υψηλά εισοδηματικές ομάδες, πληρώνει αναλογικά περισσότερο φόρο.
iv. Είναι ένας φόρος με χαμηλό κόστος διαχείρισης, τουλάχιστον σε μια χώρα που διαθέτει τις απαραίτητες δομές.
Οπως με κάθε φόρο, έτσι και με τον φόρο της ακίνητης ιδιοκτησίας, υπάρχουν σημαντικά θέματα σχεδιασμού (ο ακριβής ορισμός της φορολογικής βάσης και η αξιόπιστη και συχνή αξιολόγηση των αντικειμενικών τιμών ιδιοκτησίας). Επίσης ο φόρος ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να επιβάλλεται στις επιχειρήσεις, διότι αυτό τον μετατρέπει σε φόρο σε παραγωγικούς συντελεστές και αυτό επιφέρει στρέβλωση στις αποφάσεις παραγωγής.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι ο φόρος ιδιοκτησίας έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο φορολογικής πολιτικής και πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα το κοινό καλό και όχι με κριτήρια που στηρίζονται σε φορολογικές αυταπάτες. Η προοδευτικότητα ενός μεταρρυθμισμένου φορολογικού συστήματος κρίνεται από την τελική αναδιανομή, δηλαδή τη σύγκριση των εισοδημάτων πριν και μετά τη μεταρρύθμιση. Στην πράξη, αυτό χρειάζεται την κατανόηση της συμπεριφοράς των οικονομικών μονάδων, όπως διαμορφώνεται από τις αλλαγές στους φορολογικούς συντελεστές και στις κρατικές δαπάνες. Μόνο τότε μπορούμε να συμπεράνουμε αν ένα φορολογικό σύστημα είναι πιο προοδευτικό από ένα άλλο. Οτιδήποτε άλλο είναι πολιτική ρητορεία και όχι οικονομική πολιτική. Αναγκαία συνθήκη προόδου στο τόπο μας είναι να κάνουμε περισσότερο από το τελευταίο και λιγότερο από το πρώτο!
* Οι κ. Χρήστος Κωτσόγιαννης και Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητές Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Exeter και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αντίστοιχα.

phgh:kathimerini

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου