Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ…. «Χτυπάτε, πολέμαρχοι! Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του πατριάρχη!»


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ… 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821… Οι Τούρκοι απαγχονίζουν στην Κωνσταντινούπολη τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, σε αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση.
Απαγχονίζεται από τους Τούρκους ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε’

Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στην Δημητσάνα. Οι γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν πτωχοί. Στο Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεώργιος, έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στην Σμύρνη. Εκάρη μοναχός σε μονή στην νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε την θεολογική μόρφωση του στην Πατμιάδα Σχολή. Επιστρέφοντας στην Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο όποιος έτρεφε για τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και όταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχό του στην Μητρόπολη Σμύρνης.
Επί δώδεκα έτη, ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε με σύνεση και αποστολικό ζήλο την μεγάλη και πλούσια πόλη της Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα πρόνοιας για τους πτωχούς και δεινοπαθούντες. Το 1797, εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης.
Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. Ίδρυσε επίσης τυπογραφείο που εξέδιδε βιβλία στην δημοτική γλώσσα, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα, στην πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του Ελληνικού λαού. Ο Άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για την πιστή τήρηση των εκκλησιαστικών Κανόνων και για την ηθική ακεραιότητα του κλήρου. Την εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερις αιώνες υποδούλωσης στους Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την εξέγερσή τους, ο πατριάρχης, έχοντας πλήρη συνείδηση της ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε να μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει για την διαγωγή τους και εξορίστηκε στην Χαλκηδόνα και κατόπιν στην Μονή Ιβήρων στο Άγιον Όρος. Κατά την διάρκεια της εξορίας του στον Άθω, ο Άγιος ιεράρχης επισκέφθηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν για όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε την ευλογία του στον Άγιο Ευθύμιο να ομολογήσει τον Χριστό δια του μαρτυρίου και εξέφρασε χαρά και καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του Αγίου Αγαθαγγέλου, καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρούσε τον θάνατο για την αγάπη του Χριστού ως τον υπέρτατο στόχο και την κορωνίδα της Χριστιανικής ζωής.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Χριστιανούς της Πόλης και ανέλαβε εκ νέου το έργο της διαποίμανσης και της ανόρθωσης του εκκλησιαστικού ήθους. Το 1808, όμως, ένα πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στην Πρίγκιπο και μετά εκ νέου στο Άγιον Όρος. Εκεί εξακολούθησε να μελετά τους Αγίους Πατέρες, συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για την κατάσταση της Εκκλησίας και του λαού.
Το 1818, τον πλησίασαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που προετοίμαζαν την Επανάσταση προσπαθώντας να συγκεντρώσουν και να συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού. Ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε την υπόθεση της ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε να κάνουν υπομονή. Λίγο αργότερα, ανακλήθηκε για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε εκ νέου, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιά μπορούσαν να λάβουν Ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ένα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο με χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθούσε τους δεινοπαθούντες Χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, η εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (10η Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες πού είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερις επισκόπους. Ο σουλτάνος διέταξε να συγκεντρωθούν στο Φανάρι όλες οι διαπρεπείς Ελληνικές οικογένειες της Πόλης και ο πατριάρχης, για να αποφευχθεί ή σφαγή, εγγυήθηκε στην Υψηλή Πύλη την αφοσίωση τους. Η εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο όποιος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο να υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη τής εξέγερσης Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.
Στις 31 Μαρτίου, μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο και τρεις μέρες αργότερα, την Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, που εκπροσωπούσε την Ελληνική κοινότητα στην Υψηλή Πύλη, μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες. Προβλέποντας ποιά θα ήταν ή μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις που του έκαναν να διαφύγει για να σωθεί, ο πατριάρχης έλεγε:
«Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιο μου; Είμαι πατριάρχης για να σώσω τον λαό μου και όχι για να τον παραδώσω στα ξίφη των γενίτσαρων. Ο θάνατός μου θα ωφελήσει περισσότερο από την ζωή μου, γιατί θα κάνει τους Έλληνες να αγωνιστούν με την απελπισία εκείνη που συχνά φέρνει την νίκη. Όχι, όχι, δεν θα γίνω περίγελος του κόσμου βάζοντάς το στα πόδια, ώστε να με δείχνουν με το δάχτυλο και να λένε: Να, ο φονιάς πατριάρχης!»
Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο Άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια την Αναστάσιμη Λειτουργία, που την διέκοπταν μόνον οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν την είδηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: «Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!»
Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν την έκπτωσή του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στην φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια στην διάρκεια των οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε την σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί την πίστη του, λέγοντας: «Ο πατριάρχης των Χριστιανών, Χριστιανός αποθνήσκει!»
Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από την ιερά Συνοδό ο διάδοχός του, τον απαγχόνισαν στην πύλη του Πατριαρχείου, ή οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αυτού ανοσιουργήματος!
Την ύστατη στιγμή, ο Άγιος Γρηγόριος ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, ευλόγησε τους Χριστιανούς και είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου το πνεύμα μου!»
Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς που ανέλαβε την εκτέλεση καθόταν μπροστά στην σορό και κάπνιζε αρειμανίως.
Τρεις ημέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μια πινακίδα γύρω από τον λαιμό που έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι το αγόρασαν για 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις οδούς με γιουχαρίσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά την βαριά πέτρα που του έδεσαν, το σώμα επέπλεε και το περισυνέλεξε ένα Ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στην Οδησσό.
Επί πολλές ημέρες, πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το όποιο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς…!
Το 1871 στην πεντηκοστή επέτειο της Ελληνικής επανάστασης, το τίμιο λείψανο του Αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στην Αθήνα και κατατέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.
Οι τιμές της Ρωσίας και της Ελλάδος προς το λείψανο του πατριάρχου
Μετά τον απαγχονισμό, επί τρεις ημέρες έμεινε το Άγιο σκήνωμα του εθνομάρτυρος στα χέρια του άγριου όχλου και των Εβραίων, μέχρις ότου στις 13 Απριλίου το έριξαν στην θάλασσα του Κεράτιου κόλπου. Το Σάββατο του Θωμά, 16 Απριλίου, ανέλπιστα προσκολλήθηκε στο πλοίο του εκ Κεφαλληνίας Νικ. Σκλάβου και μέσα στην γενική του πληρώματος συγκίνηση μεταφέρθηκε στην Οδησσό. Από την στιγμή εκείνη αρχίζει η θαυμαστή ιστορία της αποδόσεως πρωτοφανών στο λείψανο του πατριάρχου τιμών. Ο Γρηγόριος ξεφεύγει πλέον από τα πλαίσια των ανθρώπινων νόμων, της ανθρώπινης εκτιμήσεως και εισάγεται από την πρόνοια του Θεού στα Άγια των Αγίων του Γένους. Αντί των χλευασμών και της καταφρόνιας που εδοκίμασε ζων, απολαμβάνει τώρα νεκρός τις τιμές που του άξιζαν.
Συνεγείρεται η Οδησσός στο άκουσμα ότι έρχεται το λείψανο του πατριάρχου. Η αυτοκρατορική Ορθόδοξη Ρωσία σε συμφωνία με το λαϊκό αίσθημα οργάνωσε την υποδοχή και ετίμησε το λείψανο, όπως ταίριαζε στον οικουμενικό της Ορθοδοξίας πατριάρχη. Στην Οδησσό εξεφώνησε δύο θαυμασίους προς τον πατριάρχη λόγους, επικήδειο και μετά ένα χρόνο επιμνημόσυνο, ο μεγάλος ρήτωρ και διδάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων.
Ο πρώτος αρχίζει ως εξής:
Έμελλες άρα, Παναγιώτατε Πατριάρχα Γρηγόριε, αφ’ ου μοι έδωκας πολλάς πολλών λόγων υποθέσεις και αφορμάς, έμελλες τέλος να κινήσης την ασθενή μου γλώσσαν και εις επιτάφιον λόγον σου.
Πενήντα χρόνια αργότερα, το ελεύθερο πλέον Ελληνικό κράτος ενέκρινε με απόφαση της Βουλής αίτημα του μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, το 1871, να μεταφερθούν από τη Ρωσία τα λείψανα του πατριάρχου στην ελεύθερη πατρίδα, διότι, όπως εγράφετο, «η εθνική ευγνωμοσύνη επιβάλλει ημίν το ιερόν καθήκον να εκπληρώσωμεν ήδη τον αγνόν και φυσικόν τούτον πόθον της αγίας εκείνης ψυχής».
Πολυμελής αντιπροσωπεία επιβιβασθείσα στο πλοίο «Βυζάντιον» έφθασε στην Οδησσό, όπου επί τη αναχωρήσει του λειψάνου επανελήφθησαν οι λαμπρές τελετές, που έλαβαν χώρα κατά την άφιξή του. Στην Αθήνα ήταν συγκινητική στο έπακρο και πάνδημη η υποδοχή. Είχαν φθάσει στον Πειραιά στις 14 Απριλίου του 1871. Οι βασιλείς, η ιερά σύνοδος, η κυβέρνηση, και πλήθη παραληρούντος λαού απέδωσαν τιμές και υποδέχθηκαν σε ελεύθερο έδαφος τον πρωτομάρτυρα της ελευθερίας, όπως προφητικά και πάλι είχε προβλέψει. Το λείψανο τοποθετήθηκε στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, το επόμενο δε έτος επανελήφθησαν οι τιμητικές εκδηλώσεις, όταν έγινε η αποκάλυψη του ανδριάντος στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, οπότε απήγγειλε, το συγκλονιστικό του ποίημα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
«Χτυπάτε, πολέμαρχοι…»
Πως μας θωρείς ακίνητος; που τρέχει ο λογισμός σου, τα φτερωτά σου τα όνειρα;
Γιατί στο μέτωπό σου να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας διδ’ η όψη σου παρηγοριές κ’ ελπίδες;
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει, πατέρα, ένα χαμόγελο;
Γιατί να μη σπαράζει μέσα στα στήθη σου η καρδιά,
και πως στο βλέφαρό σου ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;
Ολόγυρά σου τα βουνά κ’ οι λόγγοι στολισμένοι το λυτρωτή τους χαιρετούν.
Η θάλασσ’ αγριωμένη από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα φιλεί,
πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα, που σε κρατεί στα σπλάχνα του.
Θυμάται την ημέρα που, πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε.
Θυμάται στο λαιμό σου, το ματωμένο το σχοινί,
και στ’ άγιο πρόσωπό σου τ’ άτιμα τα ραπίσματα,
το βόγγο, τη λαχτάρα, του κόσμου την ποδοβολή.
Θυμάται την αντάρα, την πέτρα που σου εκρέμασαν,
τη γύμνια του νεκρού σου,
το φοβερό το ανέβασμα του καταποντισμού σου.
Το μάρμαρο μένει βουβό και θε να μείνει ακόμα,
ποιος ξέρει ως πότ’ αμίλητο το νεκρικό σου στόμα.
Κοιμάται κι ονειρεύεται και τότε θα ξυπνήσει,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει το φοβερό μας κήρυγμα.
«Χτυπάτε, πολέμαρχοι! Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του πατριάρχη!»
Α.ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
ektimotheou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου