Μετά από την τριμηνιαία έκθεση (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016) του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, φαίνεται πως η Ελλάδα παραμένει σε ύφεση μετά τις διαπραγματεύσεις.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η χώρα ξεπληρώνει και τις κακές επιλογές που έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2015 ενώ κάνουν λόγο για προφανείς δυσκολίες στην απενεργοποίηση του «κόφτη» δαπανών, καταλογίζει καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, εμφανίζεται απαισιόδοξο σχετικά με τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων και ψέγει την κυβέρνηση για το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, αφού τα μέτρα που προβλέπονται είναι υφεσιακά.
Τονίζουν ακόμα πως το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται σημαντικά, φτάνοντας τοδημόσιο χρέος.
Συγκεκριμένα αναφέρει η έκθεση: «Οι εξελίξεις στο τρίμηνο που πέρασε είναι αντιφατικές. Τα στοιχεία δείχνουν εν μέρει αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις. Κατ’ αρχήν η ύφεση συνεχίζεται. Εν τούτοις καταγράφουμε μείωση του ποσοστού ανεργίας στο β ́ τρίμηνο του 2016.Συνολικά, παραμένει δύσκολη η οικονομική ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές του α ́ εξαμήνου 2015 που παρά λίγο να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου».
Ανησυχητικό είναι ότι οι λεγόμενες «αποδόσεις» των ελληνικών δεκαετών ομολόγων παραμένουν με διαφορά οι υψηλότερες στην Ευρώπη.Η δυσμενής εξέλιξη σημειώθηκε σε μια περίοδο, που η υπόλοιπη Ευρώπη πετυχαίνει ρυθμούς μεγέθυνσης όχι εντυπωσιακούς αλλά πάντως θετικούς. Ας προσθέσουμε ότι η κατάσταση θα ήταν χειρότερη χωρίς τους συνήθεις πόρους της Ε.Ε. και χωρίς τη νέα δανειακή σύμβαση που απέτρεψε τη στάση πληρωμών. Μέχρι σήμερα η χώρα απορρόφησε περίπου € 30 δισ. από τα προβλεπόμενα στη δανειακή σύμβαση € 86 δισ.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα των εξελίξεων στα μεγέθη που επηρεάζουν το ΑΕΠ – ιδιωτική κατανάλωση, εξαγωγές, επενδύσεις.
Συγκεκριμένα οι εξαγωγές μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2016 κατά 8,1% και χωρίς τα πετρελαιοειδή κατά 1,4% σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, οι καθυστερήσεις στις επιστροφές φόρων από το κράτος, η υψηλή φορολογία, είναι οι αιτίες. Η ιδιωτική κατανάλωση υποχωρεί, όπως δείχνουν τα στοιχεία του λιανικού εμπορίου, λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων και της γενικότερης αβεβαιότητας για τα επόμενα βήματα, την οποία τροφοδοτούν οι διαρκείς διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής διαπιστώνει για πολλοστή φορά ότι η χώρα παραμένει υπό αυστηρότερη εποπτεία και οικονομικό έλεγχο από εκείνη που ισχύει υπό κανονικές συνθήκες στην Ευρωζώνη και από οποιαδήποτε παρόμοια εποπτεία στο παρελθόν.
Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές πολιτικής μάλιστα αποφεύγονται τομές, που έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό όπως σε ζητήματα δικαιοσύνης και χωροταξίας, ενώ σε άλλες προκύπτουν συνεχώς εμπόδια. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται η εντύπωση ότι η χώρα στο μικροεπίπεδο εξακολουθεί να είναι, όπως πριν, εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση ισορροπίας συμφερόντων, αμετάβλητων συμπεριφορών και συνεχών εμπλοκών που βέβαια δεν εγγυάται μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτή η κατάσταση αποτυπώθηκε μέχρι σήμερα στις συνεχείς καθυστερήσεις ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων για τα προαπαιτούμενα κάθε δόσης του νέου δανείου, τα οποία επιβάρυναν το οικονομικό κλίμα, τροφοδότησαν τις επιφυλάξεις για την έκβαση του εγχειρήματος και έτειναν να εξουδετερώσουν εν τέλει τα αναμενόμενα οφέλη από το κλείσιμο των φακέλων.
Γενικά φαίνεται ότι δεν θεραπεύονται αιτίες και συμπτώματα της θεσμικής αναιμίας, δηλαδή της αδυναμίας της χώρας σε πολλούς τομείς να καθιερώσει και να εφαρμόσει γενικής ισχύος και σταθερούς κανόνες του παιγνιδιού.
Ορισμένες μεταρρυθμίσεις δεν φαίνεται να έχουν μελετηθεί προσεκτικά ως προς τις συνέπειές τους, όπως το νομοσχέδιο για το «νέο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας». Δεν αμφισβητείται η πολιτική πρόθεση απλοποίησης των διαδικασιών, αλλά σημειώνεται ότι καταργεί προληπτικούς ελέγχους και άδειες. Δεν είναι απλά «νεοφιλελεύθερο», όπως διατείνονται μερικοί. Αντικαθιστά την ex ante γραφειοκρατία με ex post ελέγχους, όποτε ευαρεστηθούν οι διάφορες αρχές. Αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την ομηρεία των επιχειρήσεων που έχουν ήδη επενδύσει, να προκαλέσει νέες αβεβαιότητες και να ευνοήσει περισσότερο τη διαφθορά.
Από τη άλλη οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες πρέπει να υποστηριχθούν με δύο τρόπους, που προφανώς δεν εξαρτώνται μόνον από την κυβέρνηση:
(α) Με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών (ώστε οι μεταρρυθμίσεις να έχουν μακροοικονομική στήριξη) και
(β) με την οριστική ρύθμιση του ελληνικού χρέους πέραν των ελαφρύνσεων που αποφασίσθηκαν τον Μάιο του 2016 στην Ευρωομάδα.
Απειλεί έχει προκαλέσει η «έκρηξη» του ιδιωτικού χρέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία των τραπεζών, του υπουργεείου Οικονομικών και τα ασφαλιστικά Ταμεία, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην Τριμηνιαία του Έκθεση επισημαίνει ότι αυτά τα χρέη αλλά και οι οφειλές προς τις ΔΕΚΟ- κυρίως τη ΔΕΗ- έχουν πάρει τέτοια διάσταση, που λίαν συντόμως θα αγγίξει τα επίπεδα του Δημόσιου Χρέους.
Συμπληρώνει ακόμα ότι η αύξηση των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών κατά περίπου 1,3 δισ. ευρώ μέσα στο Σεπτέμβριο, αναδεικνύει την εξασθένηση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δημιουργώντας ταυτόχρονα αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων.
Η Έκθεση κάνει λόγο για διάψευση των προσδοκιών ταχείας ανάκαμψης, παρατηρώντας ότι «παραμένει δύσκολη η οικονομική ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές του πρώτου εξαμήνου 2015 που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου». Παρατηρεί, δε, ότι σε αντίθεση με τις επίσημες προβλέψεις (Υπουργείο Οικονομικών, Τράπεζα της Ελλάδας, ΔΝΤ, Κομισιόν), διεθνείς αναλυτές και επενδυτικές τράπεζες βάζουν τον πήχη πολύ πιο χαμηλά, συνεκτιμώντας τα πολλά και αυξανόμενα ρίσκα, όπως η έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η αδύναμη εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Αυτό που αναδεικνύεται, μάλιστα, ως ένας από τους αρνητικούς παράγοντες, είναι ότι η οικονομία χάνει και τα όποια σημάδια στροφής στην εξωστρέφεια. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια, η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται, γίνεται πιο κλειστή, με μεγάλη μείωση εισαγωγών και εξαγωγών, με μειωμένη ιδιωτική κατανάλωση, αλλά αυξημένη δημόσια και τέλος, χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, κάτι που σημαίνει ότι ανετράπησαν οι τάσεις που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι η βελτίωση του ποσοστού ανεργίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της απασχόλησης στην κατηγορία «Δημόσια διοίκηση και άμυνα. Υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση» και στην κατηγορία «Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης».
Υποστηρίζουν ακόμα ότι όταν το Χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτηση του Χρέους μέσω υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (αντί να το καρπώνονται άμεσα οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά. Επηρεάζει επομένως αρνητικά τη διάθεση για ενστερνισμό του προγράμματος προσαρμογής από ηγεσίες και πολίτες», υπογραμμίζοντας ότι το Χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας αβεβαιότητας. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι: η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη. Επομένως, η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα θα προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του Χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο».
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η χώρα ξεπληρώνει και τις κακές επιλογές που έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2015 ενώ κάνουν λόγο για προφανείς δυσκολίες στην απενεργοποίηση του «κόφτη» δαπανών, καταλογίζει καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, εμφανίζεται απαισιόδοξο σχετικά με τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων και ψέγει την κυβέρνηση για το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, αφού τα μέτρα που προβλέπονται είναι υφεσιακά.
Τονίζουν ακόμα πως το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται σημαντικά, φτάνοντας τοδημόσιο χρέος.
Συγκεκριμένα αναφέρει η έκθεση: «Οι εξελίξεις στο τρίμηνο που πέρασε είναι αντιφατικές. Τα στοιχεία δείχνουν εν μέρει αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις. Κατ’ αρχήν η ύφεση συνεχίζεται. Εν τούτοις καταγράφουμε μείωση του ποσοστού ανεργίας στο β ́ τρίμηνο του 2016.Συνολικά, παραμένει δύσκολη η οικονομική ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές του α ́ εξαμήνου 2015 που παρά λίγο να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου».
Ανησυχητικό είναι ότι οι λεγόμενες «αποδόσεις» των ελληνικών δεκαετών ομολόγων παραμένουν με διαφορά οι υψηλότερες στην Ευρώπη.Η δυσμενής εξέλιξη σημειώθηκε σε μια περίοδο, που η υπόλοιπη Ευρώπη πετυχαίνει ρυθμούς μεγέθυνσης όχι εντυπωσιακούς αλλά πάντως θετικούς. Ας προσθέσουμε ότι η κατάσταση θα ήταν χειρότερη χωρίς τους συνήθεις πόρους της Ε.Ε. και χωρίς τη νέα δανειακή σύμβαση που απέτρεψε τη στάση πληρωμών. Μέχρι σήμερα η χώρα απορρόφησε περίπου € 30 δισ. από τα προβλεπόμενα στη δανειακή σύμβαση € 86 δισ.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα των εξελίξεων στα μεγέθη που επηρεάζουν το ΑΕΠ – ιδιωτική κατανάλωση, εξαγωγές, επενδύσεις.
Συγκεκριμένα οι εξαγωγές μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2016 κατά 8,1% και χωρίς τα πετρελαιοειδή κατά 1,4% σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, οι καθυστερήσεις στις επιστροφές φόρων από το κράτος, η υψηλή φορολογία, είναι οι αιτίες. Η ιδιωτική κατανάλωση υποχωρεί, όπως δείχνουν τα στοιχεία του λιανικού εμπορίου, λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων και της γενικότερης αβεβαιότητας για τα επόμενα βήματα, την οποία τροφοδοτούν οι διαρκείς διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής διαπιστώνει για πολλοστή φορά ότι η χώρα παραμένει υπό αυστηρότερη εποπτεία και οικονομικό έλεγχο από εκείνη που ισχύει υπό κανονικές συνθήκες στην Ευρωζώνη και από οποιαδήποτε παρόμοια εποπτεία στο παρελθόν.
Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές πολιτικής μάλιστα αποφεύγονται τομές, που έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό όπως σε ζητήματα δικαιοσύνης και χωροταξίας, ενώ σε άλλες προκύπτουν συνεχώς εμπόδια. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται η εντύπωση ότι η χώρα στο μικροεπίπεδο εξακολουθεί να είναι, όπως πριν, εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση ισορροπίας συμφερόντων, αμετάβλητων συμπεριφορών και συνεχών εμπλοκών που βέβαια δεν εγγυάται μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτή η κατάσταση αποτυπώθηκε μέχρι σήμερα στις συνεχείς καθυστερήσεις ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων για τα προαπαιτούμενα κάθε δόσης του νέου δανείου, τα οποία επιβάρυναν το οικονομικό κλίμα, τροφοδότησαν τις επιφυλάξεις για την έκβαση του εγχειρήματος και έτειναν να εξουδετερώσουν εν τέλει τα αναμενόμενα οφέλη από το κλείσιμο των φακέλων.
Γενικά φαίνεται ότι δεν θεραπεύονται αιτίες και συμπτώματα της θεσμικής αναιμίας, δηλαδή της αδυναμίας της χώρας σε πολλούς τομείς να καθιερώσει και να εφαρμόσει γενικής ισχύος και σταθερούς κανόνες του παιγνιδιού.
Ορισμένες μεταρρυθμίσεις δεν φαίνεται να έχουν μελετηθεί προσεκτικά ως προς τις συνέπειές τους, όπως το νομοσχέδιο για το «νέο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας». Δεν αμφισβητείται η πολιτική πρόθεση απλοποίησης των διαδικασιών, αλλά σημειώνεται ότι καταργεί προληπτικούς ελέγχους και άδειες. Δεν είναι απλά «νεοφιλελεύθερο», όπως διατείνονται μερικοί. Αντικαθιστά την ex ante γραφειοκρατία με ex post ελέγχους, όποτε ευαρεστηθούν οι διάφορες αρχές. Αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την ομηρεία των επιχειρήσεων που έχουν ήδη επενδύσει, να προκαλέσει νέες αβεβαιότητες και να ευνοήσει περισσότερο τη διαφθορά.
Από τη άλλη οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες πρέπει να υποστηριχθούν με δύο τρόπους, που προφανώς δεν εξαρτώνται μόνον από την κυβέρνηση:
(α) Με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών (ώστε οι μεταρρυθμίσεις να έχουν μακροοικονομική στήριξη) και
(β) με την οριστική ρύθμιση του ελληνικού χρέους πέραν των ελαφρύνσεων που αποφασίσθηκαν τον Μάιο του 2016 στην Ευρωομάδα.
Απειλεί έχει προκαλέσει η «έκρηξη» του ιδιωτικού χρέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία των τραπεζών, του υπουργεείου Οικονομικών και τα ασφαλιστικά Ταμεία, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην Τριμηνιαία του Έκθεση επισημαίνει ότι αυτά τα χρέη αλλά και οι οφειλές προς τις ΔΕΚΟ- κυρίως τη ΔΕΗ- έχουν πάρει τέτοια διάσταση, που λίαν συντόμως θα αγγίξει τα επίπεδα του Δημόσιου Χρέους.
Συμπληρώνει ακόμα ότι η αύξηση των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών κατά περίπου 1,3 δισ. ευρώ μέσα στο Σεπτέμβριο, αναδεικνύει την εξασθένηση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δημιουργώντας ταυτόχρονα αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων.
Η Έκθεση κάνει λόγο για διάψευση των προσδοκιών ταχείας ανάκαμψης, παρατηρώντας ότι «παραμένει δύσκολη η οικονομική ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές του πρώτου εξαμήνου 2015 που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου». Παρατηρεί, δε, ότι σε αντίθεση με τις επίσημες προβλέψεις (Υπουργείο Οικονομικών, Τράπεζα της Ελλάδας, ΔΝΤ, Κομισιόν), διεθνείς αναλυτές και επενδυτικές τράπεζες βάζουν τον πήχη πολύ πιο χαμηλά, συνεκτιμώντας τα πολλά και αυξανόμενα ρίσκα, όπως η έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η αδύναμη εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Αυτό που αναδεικνύεται, μάλιστα, ως ένας από τους αρνητικούς παράγοντες, είναι ότι η οικονομία χάνει και τα όποια σημάδια στροφής στην εξωστρέφεια. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια, η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται, γίνεται πιο κλειστή, με μεγάλη μείωση εισαγωγών και εξαγωγών, με μειωμένη ιδιωτική κατανάλωση, αλλά αυξημένη δημόσια και τέλος, χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, κάτι που σημαίνει ότι ανετράπησαν οι τάσεις που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι η βελτίωση του ποσοστού ανεργίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της απασχόλησης στην κατηγορία «Δημόσια διοίκηση και άμυνα. Υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση» και στην κατηγορία «Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης».
Υποστηρίζουν ακόμα ότι όταν το Χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτηση του Χρέους μέσω υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (αντί να το καρπώνονται άμεσα οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά. Επηρεάζει επομένως αρνητικά τη διάθεση για ενστερνισμό του προγράμματος προσαρμογής από ηγεσίες και πολίτες», υπογραμμίζοντας ότι το Χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας αβεβαιότητας. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι: η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη. Επομένως, η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα θα προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του Χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο».
voice news
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου