Βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας είναι τα χρέη των ιδιωτών που προσεγγίζουν, πια, το δημόσιο χρέος της χώρας. Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκπέμπει σήμα κινδύνου για την ανεξέλεγκτη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους που μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για την οικονομία, εάν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αλλά και έγκαιρα. Θεωρεί αδικαιολόγητη την αισιοδοξία για δυναμική ανάκαμψη το 2017, προειδοποιώντας για την ύπαρξη κινδύνων και αβεβαιοτήτων.
Αναγνωρίζει δε πως παραμένει δύσκολη η ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές το πρώτο εξάμηνο του 2015 που παρ’ ολίγον να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην πρώτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου. Αποκαλύπτει παράλληλα, πως οι Θεσμοί ζητούν εργασιακό μοντέλο Δανίας, με μεγαλύτερη ευελιξία στους μισθούς και τις απολύσεις, αλλά και δίχτυ προστασίας για τους ανέργους.
Με μελανά χρώματα περιγράφει την κατάσταση στην οικονομία το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στη νέα του τριμηνιαία έκθεση, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως συντελούνται στην Ελλάδα ανησυχητικές εξελίξεις, και μάλιστα σε μια περίοδο που η υπόλοιπη Ευρώπη πετυχαίνει ρυθμούς μεγέθυνσης, όχι εντυπωσιακούς, αλλά θετικούς. Υπογραμμίζει δε πως η χώρα παραμένει υπό αυστηρή εποπτεία, από εκείνη που ισχύει υπό κανονικές συνθήκες στην Ευρωζώνη και από οποιαδήποτε παρόμοια εποπτεία στο παρελθόν.
[1] Ιδιωτικό χρέος
Είναι ανησυχητική η διόγκωση των χρεών των ιδιωτών προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και ΔΕΚΟ. «Οι διαστάσεις είναι τέτοιες που το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα σύντομα πλησιάζει το μέγεθος του δημοσίου χρέους», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Πρέπει να σημειωθεί πως το δημόσιο χρέος σε όρους κεντρικής διοίκησης ξεπέρασε τα 328 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου. Το ιδιωτικό χρέος, χωρίς μάλιστα να συμπεριληφθούν τα χρέη σε ΔΕΚΟ προσεγγίζει πλέον τα 230 δισ. ευρώ (περίπου 110 δισ. ευρώ σε κόκκινα δάνεια, 93 δισ. ευρώ στην εφορία και έως 25 δισ. σε ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με εκτιμήσεις). Η κατάσταση αυτή αποτυπώνει και την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων, υπό το βάρος των αλλεπάλληλων φοροεισπρακτικών μέτρων, περικοπών σε μισθούς και συντάξεις και της ανεργίας. Οι συντάκτες της έκθεσης σχολιάζοντας το προσχέδιο του προϋπολογισμού κάνουν λόγο για φοροκεντρική λιτότητα, ενώ υποστηρίζουν πως «με τις συνεχείς αυξήσεις φόρων πριονίζεται το κλαδί στο οποίο κάθεται η παραγωγή και η δημόσια οικονομία».
Είναι ανησυχητική η διόγκωση των χρεών των ιδιωτών προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και ΔΕΚΟ. «Οι διαστάσεις είναι τέτοιες που το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα σύντομα πλησιάζει το μέγεθος του δημοσίου χρέους», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Πρέπει να σημειωθεί πως το δημόσιο χρέος σε όρους κεντρικής διοίκησης ξεπέρασε τα 328 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου. Το ιδιωτικό χρέος, χωρίς μάλιστα να συμπεριληφθούν τα χρέη σε ΔΕΚΟ προσεγγίζει πλέον τα 230 δισ. ευρώ (περίπου 110 δισ. ευρώ σε κόκκινα δάνεια, 93 δισ. ευρώ στην εφορία και έως 25 δισ. σε ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με εκτιμήσεις). Η κατάσταση αυτή αποτυπώνει και την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων, υπό το βάρος των αλλεπάλληλων φοροεισπρακτικών μέτρων, περικοπών σε μισθούς και συντάξεις και της ανεργίας. Οι συντάκτες της έκθεσης σχολιάζοντας το προσχέδιο του προϋπολογισμού κάνουν λόγο για φοροκεντρική λιτότητα, ενώ υποστηρίζουν πως «με τις συνεχείς αυξήσεις φόρων πριονίζεται το κλαδί στο οποίο κάθεται η παραγωγή και η δημόσια οικονομία».
[2] Μοντέλο Δανίας στα εργασιακά
Εργασιακό μοντέλο Δανίας – με μεγαλύτερη ευελιξία στους μισθούς και στις απολύσεις αλλά και «δίχτυ» προστασίας για τους ανέργους, μέσω επιδομάτων και προγραμμάτων επανακατάρτισης – ζητούν οι Θεσμοί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα. Αυτό αποκαλύπτει η Έκθεση με βάση εσωτερικό έγγραφο που κοινοποιήθηκε στο Eurogroup με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Πρόκειται για ένα μοντέλο το οποίο:
– Επιτρέπει την αριθμητική και λειτουργική ευελιξία (συχνές προσλήψεις και απολύσεις – διευθέτηση του χρόνου εργασίας) αλλά και την ευελιξία των μισθών, σε επίπεδο επιχείρησης με την ταυτόχρονη, όμως, παροχή κοινωνικών επιδομάτων, σε μια αγορά εργασίας όπου το 25% των εργαζομένων είναι νεοεισερχόμενοι και τα 2/3 προέρχονται από άλλη εργασία.
– Ευνοεί την κινητικότητα καθώς ένα ποσοστό εργαζομένων που μένουν άνεργοι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα επανεντάσσονται στην αγορά εργασίας ή παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα ενεργητικής πολιτικής (με υψηλό κόστος που, όμως, έχει ως αποτέλεσμα πολύ χαμηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας). Προβλέπει συλλογικές συμφωνίες, με εθελοντικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τη ρύθμιση των όρων εργασίας χωρίς την εμπλοκή του κράτους, αφού υπάρχει κουλτούρα κοινωνικού διαλόγου.
Πάντως οι συντάκτες διερωτώνται εάν μπορεί να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μοντέλο στην Ελλάδα ελλείψει και πόρων.
Ωστόσο, τάσσεται υπέρ των αλλαγών στα εργασιακά, συμπεριλαμβανομένου του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις και την κήρυξη απεργιών, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «η προάσπιση του status quo είναι αντιπαραγωγική και μη ρεαλιστική» και πως «πολιτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι λιγότερο κατάλληλοι για την έγκριση κάποιου ποσοστού απολύσεων». «Πολλές από τις προτάσεις της διεθνούς επιτροπής των εμπειρογνωμόνων θα βοηθήσουν την κυβέρνηση να απεγκλωβιστεί από τη λογική των άκαμπτων κόκκινων γραμμών», καταλήγει.
Εργασιακό μοντέλο Δανίας – με μεγαλύτερη ευελιξία στους μισθούς και στις απολύσεις αλλά και «δίχτυ» προστασίας για τους ανέργους, μέσω επιδομάτων και προγραμμάτων επανακατάρτισης – ζητούν οι Θεσμοί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα. Αυτό αποκαλύπτει η Έκθεση με βάση εσωτερικό έγγραφο που κοινοποιήθηκε στο Eurogroup με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Πρόκειται για ένα μοντέλο το οποίο:
– Επιτρέπει την αριθμητική και λειτουργική ευελιξία (συχνές προσλήψεις και απολύσεις – διευθέτηση του χρόνου εργασίας) αλλά και την ευελιξία των μισθών, σε επίπεδο επιχείρησης με την ταυτόχρονη, όμως, παροχή κοινωνικών επιδομάτων, σε μια αγορά εργασίας όπου το 25% των εργαζομένων είναι νεοεισερχόμενοι και τα 2/3 προέρχονται από άλλη εργασία.
– Ευνοεί την κινητικότητα καθώς ένα ποσοστό εργαζομένων που μένουν άνεργοι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα επανεντάσσονται στην αγορά εργασίας ή παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα ενεργητικής πολιτικής (με υψηλό κόστος που, όμως, έχει ως αποτέλεσμα πολύ χαμηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας). Προβλέπει συλλογικές συμφωνίες, με εθελοντικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τη ρύθμιση των όρων εργασίας χωρίς την εμπλοκή του κράτους, αφού υπάρχει κουλτούρα κοινωνικού διαλόγου.
Πάντως οι συντάκτες διερωτώνται εάν μπορεί να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μοντέλο στην Ελλάδα ελλείψει και πόρων.
Ωστόσο, τάσσεται υπέρ των αλλαγών στα εργασιακά, συμπεριλαμβανομένου του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις και την κήρυξη απεργιών, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «η προάσπιση του status quo είναι αντιπαραγωγική και μη ρεαλιστική» και πως «πολιτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι λιγότερο κατάλληλοι για την έγκριση κάποιου ποσοστού απολύσεων». «Πολλές από τις προτάσεις της διεθνούς επιτροπής των εμπειρογνωμόνων θα βοηθήσουν την κυβέρνηση να απεγκλωβιστεί από τη λογική των άκαμπτων κόκκινων γραμμών», καταλήγει.
[3] Ανάκαμψη
Κυβέρνηση και ΤτΕ προβλέπουν σχεδόν αλματώδη ανάπτυξη 2,7% το 2017, σημειώνοντας μάλιστα πως το ΔΝΤ, υπερθεματίζει. Επισημαίνει όμως πως η ανάρρωση από το πρώτο εξάμηνο του 2015 παραμένει δύσκολη, ενώ τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν επιτρέπουν τόση αισιοδοξία και εάν επιβεβαιωθούν οι απαισιόδοξες προβλέψεις, θα ανατραπούν και προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στο πρόγραμμα προσαρμογής. «Η χώρα εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση ισορροπίας συμφερόντων, αμετάβλητων συμπεριφορών και συνεχών εμπλοκών που δεν εγγυώνται μια εντυπωσιακή ανάκαμψη».
Κυβέρνηση και ΤτΕ προβλέπουν σχεδόν αλματώδη ανάπτυξη 2,7% το 2017, σημειώνοντας μάλιστα πως το ΔΝΤ, υπερθεματίζει. Επισημαίνει όμως πως η ανάρρωση από το πρώτο εξάμηνο του 2015 παραμένει δύσκολη, ενώ τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν επιτρέπουν τόση αισιοδοξία και εάν επιβεβαιωθούν οι απαισιόδοξες προβλέψεις, θα ανατραπούν και προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στο πρόγραμμα προσαρμογής. «Η χώρα εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση ισορροπίας συμφερόντων, αμετάβλητων συμπεριφορών και συνεχών εμπλοκών που δεν εγγυώνται μια εντυπωσιακή ανάκαμψη».
[4] Δημόσιο χρέος – πλεονάσματα
Μία σοβαρή αναδιάρθρωση χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά. Όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο στον βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του μέσω δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και δεν το καρπώνονται οι πολίτες, τότε δημιουργούνται αντικίνητρα για να ενστερνιστούν οι κυβερνήσεις και οι πολίτες τα προγράμματα προσαρμογής. Υποστηρίζουν δε πως το ότι το 80% του χρέους βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική ελάφρυνσή του.
«Γενικά αναδιάρθρωση και περικοπή δημοσίων χρεών γίνεται στο πλαίσιο διεθνών μηχανισμών (Paris Club) πάντοτε σε συνεργασία με το ΔΝΤ. Το κύριο εμπόδιο στην ελληνική περίπτωση είναι ότι η χώρα είναι μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Αλλά εάν η Ελλάδα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της θα βρεθεί λύση ή έστω η πίεση για λύση θα μετατοπιστεί στην Ε.Ε.», αναφέρεται στην έκθεση, όπου επαναφέρεται, μεταξύ άλλων, και η πρόταση του Γ. Δραγασάκη να καθιερωθεί «φρένο χρέους» στη σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. «Τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η πτωτική αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα και η οριστική ‘διευθέτηση’ του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ», υπογραμμίζεται.
Ως στοιχεία αβεβαιότητας και αστάθειας εκτός από το χρέος παρουσιάζονται «η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη», με αποτέλεσμα «η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα να προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο (με όσες βελτιώσεις μπορούν να γίνουν)».
Μία σοβαρή αναδιάρθρωση χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά. Όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο στον βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του μέσω δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και δεν το καρπώνονται οι πολίτες, τότε δημιουργούνται αντικίνητρα για να ενστερνιστούν οι κυβερνήσεις και οι πολίτες τα προγράμματα προσαρμογής. Υποστηρίζουν δε πως το ότι το 80% του χρέους βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική ελάφρυνσή του.
«Γενικά αναδιάρθρωση και περικοπή δημοσίων χρεών γίνεται στο πλαίσιο διεθνών μηχανισμών (Paris Club) πάντοτε σε συνεργασία με το ΔΝΤ. Το κύριο εμπόδιο στην ελληνική περίπτωση είναι ότι η χώρα είναι μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Αλλά εάν η Ελλάδα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της θα βρεθεί λύση ή έστω η πίεση για λύση θα μετατοπιστεί στην Ε.Ε.», αναφέρεται στην έκθεση, όπου επαναφέρεται, μεταξύ άλλων, και η πρόταση του Γ. Δραγασάκη να καθιερωθεί «φρένο χρέους» στη σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. «Τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η πτωτική αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα και η οριστική ‘διευθέτηση’ του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ», υπογραμμίζεται.
Ως στοιχεία αβεβαιότητας και αστάθειας εκτός από το χρέος παρουσιάζονται «η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη», με αποτέλεσμα «η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα να προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο (με όσες βελτιώσεις μπορούν να γίνουν)».
[5] Μεταρρυθμίσεις – Αποκρατικοποιήσεις
Η διαδικασία αλλαγής του πολιτικό-οικονομικού μοντέλου που κτίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες είναι αργή και επίπονη, και αποτυπώνει και έλλειψη «ιδιοκτησίας» των αλλαγών που συντελούνται στην Ελλάδα.
Όπως εκτιμάται, σε ορισμένες περιοχές πολιτικής αποφεύγονται τομές που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και καιρό, ενώ σε άλλες ανακύπτουν διαρκώς εμπόδια.
Η διαδικασία αλλαγής του πολιτικό-οικονομικού μοντέλου που κτίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες είναι αργή και επίπονη, και αποτυπώνει και έλλειψη «ιδιοκτησίας» των αλλαγών που συντελούνται στην Ελλάδα.
Όπως εκτιμάται, σε ορισμένες περιοχές πολιτικής αποφεύγονται τομές που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και καιρό, ενώ σε άλλες ανακύπτουν διαρκώς εμπόδια.
hellasforce
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου