Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος Ὁ πρῶτος Βαλκανικὸς πόλεμος ξεκίνησε μὲ τὴν ἐπιστράτευση στὰ μέσα Σεπτεμβρίου τοῦ 1912 καὶ οἱ...
Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
Ὁ πρῶτος Βαλκανικὸς πόλεμος ξεκίνησε μὲ τὴν ἐπιστράτευση στὰ μέσα Σεπτεμβρίου τοῦ 1912 καὶ οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις στὶς 5 Ὀκτωβρίου τοῦ ἴδιου χρόνου. Ἡ Ἑλλάδα, σύμμαχος μὲ τὴ Σερβία, τὴ Βουλγαρία καὶ τὸ Μαυροβούνιο, κινήθηκε ἐναντίον τῆς Τουρκίας, γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει ὅσες περιοχὲς τῆς ἔμειναν σκλαβωμένες μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Στὸ ἀναγνωστικό τῆς Στ΄ τάξης τοῦ Δημοτικοῦ, ἐκδόσεως Ο.Ε.Δ.Β. (Ἀθῆναι 1965), περιέχεται ἕνα κείμενο μὲ τίτλο: «Τὸ ἱερὸ κειμήλιο».
Ἀναφέρεται σὲ ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη σὲ ἕναν στρατιώτη, στὴ διήμερη μάχη τῶν Γιαννιτσῶν (19-20 Ὀκτωβρίου 1912).
Ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ, μιᾶς καὶ βρισκόμαστε στὸ μήνα κατὰ τὸν ὁποῖο ἀπελευθερώθηκε καὶ ἡ ἐπαρχία Παιονίας τοῦ Κιλκὶς (23 Ὀκτωβρίου) καὶ βέβαια ἡ Θεσσαλονίκη (26 Ὀκτωβρίου). Νὰ σκιρτήσει ἡ καρδιά, σ` ὅσους ἔχει ἀκόμη ἀπομείνει κάτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ μαγιά, ποὺ λέγεται ἀγάπη στὴν Ἑλλάδα καὶ….πίστη στὸ Θεό.
Στὸ ἀναγνωστικό τῆς Στ΄ τάξης τοῦ Δημοτικοῦ, ἐκδόσεως Ο.Ε.Δ.Β. (Ἀθῆναι 1965), περιέχεται ἕνα κείμενο μὲ τίτλο: «Τὸ ἱερὸ κειμήλιο».
Ἀναφέρεται σὲ ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη σὲ ἕναν στρατιώτη, στὴ διήμερη μάχη τῶν Γιαννιτσῶν (19-20 Ὀκτωβρίου 1912).
Ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ, μιᾶς καὶ βρισκόμαστε στὸ μήνα κατὰ τὸν ὁποῖο ἀπελευθερώθηκε καὶ ἡ ἐπαρχία Παιονίας τοῦ Κιλκὶς (23 Ὀκτωβρίου) καὶ βέβαια ἡ Θεσσαλονίκη (26 Ὀκτωβρίου). Νὰ σκιρτήσει ἡ καρδιά, σ` ὅσους ἔχει ἀκόμη ἀπομείνει κάτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ μαγιά, ποὺ λέγεται ἀγάπη στὴν Ἑλλάδα καὶ….πίστη στὸ Θεό.
Τὸ ὕφος τοῦ κειμένου εἶναι ἁπλοϊκό, ἀλλὰ τὰ μηνύματα τὰ ὁποῖα ἐκπηδοῦν ἀπὸ τὶς γραμμές του, πυροδοτοῦν κυριολεκτικὰ τὶς καρδιὲς καὶ μάλιστα τῶν μικρῶν παιδιῶν, στὰ ὁποῖα ἀπευθύνεται.
«Δὲν πέρασαν πολλοὶ μῆνες ποὺ ὁ Μιχάλης ὁ Πέλεκας ἦταν στρατιώτης καὶ κηρύχτηκε, στὰ 1912, ὁ πόλεμος μὲ τὴν Τουρκία. Ὅπως σὲ ὅλα τα συντάγματα, ἔτσι καὶ στὸ Μηχανικὸ ποὺ ὑπηρετοῦσε, οἱ ἄντρες τὸ ἄκουσαν μὲ ἀκράτητο ἐνθουσιασμό. Οἱ στρατιῶτες καθάρισαν τὰ ὅπλα καὶ ἦταν ἕτοιμοι γιὰ τὰ σύνορα. Καὶ ὁ Μιχάλης ὁ Πέλεκας κατέβηκε στὸν Πειραιά, ν` ἀποχαιρετήσει τὴ μάνα του.
_ Φεύγομε, μάνα, γιὰ τὰ σύνορα. Ἦρθε ὁ καιρός. Πᾶμε νὰ ἐλευθερώσουμε τοὺς σκλάβους, ν` ἀνοίξουμε τὶς ἐκκλησιὲς τὶς ἀλειτούργητες… Φεύγω. Τὴν εὐχή σου…
Ἀτάραχη τὰ` ἄκουσε ἡ χήρα ἡ Σεριφιώτισσα.
_ Μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας, παιδί μου, εἶπε. Ἔκρυψε ἕνα δάκρυ, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὰ μητρικά της μάτια κι ἔτρεξε νὰ τοῦ ἑτοιμάσει τὰ` ἀσπρόρουχα. Ὕστερα κατέβασε ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα τὸ μικρὸ Εὐαγγέλιο, ἱερὸ κειμήλιο τοῦ παπᾶ, τοῦ πατέρα της, σταυροκοπήθηκε, τὸ φίλησε καὶ εἶπε:
_ Πάρε το, παιδί μου, ὁδηγό σου καὶ φυλαχτό σου.
Ὁ Μιχάλης τὸ ἔβαλε μ` εὐλάβεια κάτω ἀπὸ τὸ χιτώνιό του καὶ κουμπώθηκε.
Ὅλα τὰ` ἀγαποῦσε ὁ Μιχάλης τὰ πατρογονικὰ κειμήλια κι ὅλα τα σεβόταν, μὰ πιὸ πολύ το μικρὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο, πολύτιμο δῶρο χαρισμένο στὸν παπά, τὸν παππούλη του, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήσει στὰ Ἱεροσόλυμα.
Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ στὰ χέρια μεγάλωσε ὁ Μιχάλης. Κάθε Κυριακὴ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας δυνατά, νὰ τ` ἀκούσει κι ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ μάνα του. Καὶ τώρα πάλι, φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι του, τὸ `παῖρνε μαζί του σύντροφο καὶ βοηθὸ καὶ παρηγοριά.
Πῆρε λοιπὸν τὰ ροῦχα του, ἄλλαξε τὸ φιλὶ τοῦ χωρισμοῦ μὲ τὴ μάνα του καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει.
_Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ, παιδί μου… ὥρα καλή! Μουρμούρισε ἡ μάνα ἡ νησιώτισσα, ἡ χαροκαμένη. Καὶ στάθηκε παλικαρίσια στὴν ἐξώπορτα, δυνατὴ κι ἀδάκρυτη, ὥσπου τὸ παιδὶ της χάθηκε στὸ βάθος τοῦ δρόμου, τραβώντας κατὰ τὴν Ἀθήνα.
Ὅπως ὅλα τα σώματα, ἔτσι καὶ τὸ Μηχανικὸ δοξάστηκε στὸν πόλεμο. Τὸ τάγμα τοῦ Μιχάλη ἔκανε θαύματα. Σήκωσε προχώματα, ἔκαμε γεφύρια, βοήθησε τὸ Πεζικό, ἔδωσε χέρι στὰ κανόνια. Ἔγινε κοσμαγάπητο. Περνοῦσε καὶ οἱ φαντάροι φώναζαν:
_ Γειά σας, σκαπανάκια! Ζήτω…
Καὶ τὰ σκαπανάκια καμάρωναν καὶ τραγουδοῦσαν, εὔθυμα καὶ γελαστὰ παιδιά, σὰ νὰ ἔκαναν γυμνάσια.
Ὁ Μιχάλης πρῶτος πάντα στὸ λόχο του. Ἢ μὲ τὴν ἀξίνα νὰ δουλεύει ἢ μὲ τὸ τουφέκι, ἦταν τρομερός. Ὅταν εἶχαν καταυλισμὸ καὶ ἀνάπαυση, ξαπλωνόταν παράμερα, ἔβγαζε ἀπὸ τὸν κόρφο του τὸ Ἱερὸ Βιβλίο καὶ ἄρχιζε νὰ διαβάζει:
Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;
Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ τίνος δειλιάσω; (Ψαλμὸς 27)
_ Φεύγομε, μάνα, γιὰ τὰ σύνορα. Ἦρθε ὁ καιρός. Πᾶμε νὰ ἐλευθερώσουμε τοὺς σκλάβους, ν` ἀνοίξουμε τὶς ἐκκλησιὲς τὶς ἀλειτούργητες… Φεύγω. Τὴν εὐχή σου…
Ἀτάραχη τὰ` ἄκουσε ἡ χήρα ἡ Σεριφιώτισσα.
_ Μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας, παιδί μου, εἶπε. Ἔκρυψε ἕνα δάκρυ, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὰ μητρικά της μάτια κι ἔτρεξε νὰ τοῦ ἑτοιμάσει τὰ` ἀσπρόρουχα. Ὕστερα κατέβασε ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα τὸ μικρὸ Εὐαγγέλιο, ἱερὸ κειμήλιο τοῦ παπᾶ, τοῦ πατέρα της, σταυροκοπήθηκε, τὸ φίλησε καὶ εἶπε:
_ Πάρε το, παιδί μου, ὁδηγό σου καὶ φυλαχτό σου.
Ὁ Μιχάλης τὸ ἔβαλε μ` εὐλάβεια κάτω ἀπὸ τὸ χιτώνιό του καὶ κουμπώθηκε.
Ὅλα τὰ` ἀγαποῦσε ὁ Μιχάλης τὰ πατρογονικὰ κειμήλια κι ὅλα τα σεβόταν, μὰ πιὸ πολύ το μικρὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο, πολύτιμο δῶρο χαρισμένο στὸν παπά, τὸν παππούλη του, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήσει στὰ Ἱεροσόλυμα.
Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ στὰ χέρια μεγάλωσε ὁ Μιχάλης. Κάθε Κυριακὴ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας δυνατά, νὰ τ` ἀκούσει κι ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ μάνα του. Καὶ τώρα πάλι, φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι του, τὸ `παῖρνε μαζί του σύντροφο καὶ βοηθὸ καὶ παρηγοριά.
Πῆρε λοιπὸν τὰ ροῦχα του, ἄλλαξε τὸ φιλὶ τοῦ χωρισμοῦ μὲ τὴ μάνα του καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει.
_Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ, παιδί μου… ὥρα καλή! Μουρμούρισε ἡ μάνα ἡ νησιώτισσα, ἡ χαροκαμένη. Καὶ στάθηκε παλικαρίσια στὴν ἐξώπορτα, δυνατὴ κι ἀδάκρυτη, ὥσπου τὸ παιδὶ της χάθηκε στὸ βάθος τοῦ δρόμου, τραβώντας κατὰ τὴν Ἀθήνα.
Ὅπως ὅλα τα σώματα, ἔτσι καὶ τὸ Μηχανικὸ δοξάστηκε στὸν πόλεμο. Τὸ τάγμα τοῦ Μιχάλη ἔκανε θαύματα. Σήκωσε προχώματα, ἔκαμε γεφύρια, βοήθησε τὸ Πεζικό, ἔδωσε χέρι στὰ κανόνια. Ἔγινε κοσμαγάπητο. Περνοῦσε καὶ οἱ φαντάροι φώναζαν:
_ Γειά σας, σκαπανάκια! Ζήτω…
Καὶ τὰ σκαπανάκια καμάρωναν καὶ τραγουδοῦσαν, εὔθυμα καὶ γελαστὰ παιδιά, σὰ νὰ ἔκαναν γυμνάσια.
Ὁ Μιχάλης πρῶτος πάντα στὸ λόχο του. Ἢ μὲ τὴν ἀξίνα νὰ δουλεύει ἢ μὲ τὸ τουφέκι, ἦταν τρομερός. Ὅταν εἶχαν καταυλισμὸ καὶ ἀνάπαυση, ξαπλωνόταν παράμερα, ἔβγαζε ἀπὸ τὸν κόρφο του τὸ Ἱερὸ Βιβλίο καὶ ἄρχιζε νὰ διαβάζει:
Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;
Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ τίνος δειλιάσω; (Ψαλμὸς 27)
Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἡ σημαία μας ἔφτασε ἐμπρὸς στὰ Γιαννιτσά. Τὰ τουρκικὰ στρατεύματα στάθηκαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑπερασπίσουν τὴν ἱερή τους πόλη.
Καὶ ἡ μάχη ἄρχισε. Ὅρμησε τὸ Πεζικό, μούγκρισαν τὰ κανόνι, ἄναψε ὁ τόπος.
_ Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Φώναξε σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Μιχάλης, σφίγγοντας τὸ τουφέκι. Καὶ θυμήθηκε τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε ἀπὸ τὸ δάσκαλό του, ὅταν ἦταν μικρός: Κύμα θὰ γίνει μιὰ μέρα ἡ Ἑλλάδα νὰ καταπιεῖ τὸ βράχο!
Ὁ ποταμὸς Λουδίας μὲ τὰ παραπόταμά του κυλοῦσε ἀντίκρυ τα νερά του. Σκληρὴ ἦταν γιὰ τὸ στρατό μας ἡ ἐπίθεση. Ὁ ἐχθρὸς ἦταν καλὰ ὀχυρωμένος σὲ βουνοπλαγιές.
Ἔξαφνα ἦρθε μιὰ διαταγή! Νὰ γεφυρωθεῖ τὸ ποτάμι!…
Τὸ Μηχανικὸ ἔτρεξε ἐκεῖ. Ἔφτασαν στὴν ὄχθη. Οἱ ἄντρες ἄρχισαν τὴ δουλειὰ γρήγορα, βιαστικά, νὰ στηθεῖ γεφύρι, νὰ περάσει ὁ στρατός, ὁ νικητής. Ἀλλὰ ὁ ἐχθρός τους ἔνιωσε καὶ τοὺς ἔβαλε στὸ σημάδι. Οἱ ὀβίδες ἔπεφταν γύρω τους, βουλιάζοντας μὲς στὸ χῶμα, σηκώνοντας τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, σκοτώνοντας κόσμο.
Ἀλλὰ οἱ ἄντρες ἀτρόμητοι στὴ δουλειά τους. Τὰ ἐργαλεῖα δούλευαν καὶ ὁ κρότος ἀκουγόταν γρήγορος, βιαστικός, ἐπίμονος. Τὸ Πυροβολικὸ μᾶς θέλησε νὰ τοὺς προστατέψει καὶ οἱ ἑλληνικὲς ὀβίδες περνοῦσαν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους, σκάζοντας μὲς στὰ ἐχθρικὰ προχώματα.
Ὁ ἐχθρὸς κατάλαβε τὸν κίνδυνο. Ἂν οἱ Ἕλληνες περνοῦσαν τὸν ποταμό, ἦταν χαμένοι. Τάγματα πυκνὰ ἔτρεξαν κατὰ τὸ ποτάμι καὶ ἄρχισαν νὰ ρίχνουν μὲ πεῖσμα. Τρομερὴ ἦταν ἡ ὥρα ἐκείνη. Οἱ μισοὶ ἄφησαν τὰ ἐργαλεῖα κι ἐπίασαν τὰ τουφέκια, οἱ ἄλλοι δούλευαν στὸ γεφύρι.
Ὁ Μιχάλης ἔριξε μιὰ ματιὰ γύρω καὶ εἶδε τοὺς ἀγαπημένους τοῦ συντρόφους ποὺ πολεμοῦσαν σὰν λιοντάρια. Σήκωσε σὲ μιὰ στιγμὴ τὴν ψυχή του στὸ Θεὸ καὶ εἶπε μέσα του:
_ Κύριε, Κύριε, βοήθα τὴν Ἑλλάδα μας!
Τίποτα ἄλλο. Ἔπειτα ξανάπιασε δουλειά.
Ἔξαφνα ἔνιωσε ἕνα δυνατὸ τράνταγμα, σὰν νὰ τὸν ἔσπρωξε κανεὶς πίσω. Παρὰ λίγο νὰ πέσει. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἄκουσε πίσω του ἕνα δυνατὸ θόρυβο. Γύρισε καὶ εἶδε. Ἦταν τὸ Πεζικό, ποὺ ἐρχόταν νὰ βοηθήσει τοὺς γεφυροποιούς, νὰ τοὺς προστατέψει.
Σὲ λίγο ὁ ἐχθρὸς ζαλίστηκε καὶ ὑποχώρησε. Τὸ γεφύρι στήθηκε, τὰ στρατεύματα πέρασαν καὶ προχωροῦσαν πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Σὲ λίγο περνᾶ δίπλα του ὁ Γεράσιμος ὁ Κεφαλλονίτης:
_ Ε, Πέλεκα, τοῦ φώναξε.
_ Ἐδῶ εἶσαι κι ἐσύ; εἶπε ὁ Μιχάλης.
_ Ἐδῶ κι ὅλο ἐμπρός! Ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ξαφνιάστηκε καὶ δείχνοντας τὸ στῆθος τοῦ Μιχάλη, στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς, εἶπε:
_ Μωρὲ Πέλεκα, μιὰ τρύπα ἔχεις ἐδῶ!
Ὁ Μιχάλης εἶδε καὶ τὰ `χάσε. Γρήγορα ὅμως θυμήθηκε τὸ τράνταγμα ποὺ ἔνιωσε τὴν ὥρα τῆς μάχης, κάτι κατάλαβε καί, ξεκουμπώνοντας τὸ χιτώνιό του, ἔβγαλε τὸ Εὐαγγέλιο.
Οἱ ἄντρες τὸν περικύκλωσαν περίεργοι νὰ δοῦν. Καὶ ὁ Μιχάλης, σηκώνοντας ψηλά, ἔδειξε τὸ Ἱερὸ Βιβλίο τρυπημένο ἀπὸ τὴ σφαίρα. Ἡ σφαίρα εἶχε περάσει τὸ δερμάτινο ἐξώφυλλο καὶ εἶχε σφηνωθεῖ στὸ βιβλίο ὡς τὴ μέση.
_ Μέγας εἶσαι, Κύριε! εἶπε ἕνας στρατιώτης καὶ σταυροκοπήθηκε.
Ἦταν ὁ Γεράσιμος ὁ Κεφαλλονίτης. Καὶ οἱ ἄλλοι ἔκαναν τὸ ἴδιο. Ὁ Μιχάλης φίλησε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ξανάβαλε στὸν κόρφο του.
Καὶ ἡ μάχη ἄρχισε. Ὅρμησε τὸ Πεζικό, μούγκρισαν τὰ κανόνι, ἄναψε ὁ τόπος.
_ Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Φώναξε σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Μιχάλης, σφίγγοντας τὸ τουφέκι. Καὶ θυμήθηκε τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε ἀπὸ τὸ δάσκαλό του, ὅταν ἦταν μικρός: Κύμα θὰ γίνει μιὰ μέρα ἡ Ἑλλάδα νὰ καταπιεῖ τὸ βράχο!
Ὁ ποταμὸς Λουδίας μὲ τὰ παραπόταμά του κυλοῦσε ἀντίκρυ τα νερά του. Σκληρὴ ἦταν γιὰ τὸ στρατό μας ἡ ἐπίθεση. Ὁ ἐχθρὸς ἦταν καλὰ ὀχυρωμένος σὲ βουνοπλαγιές.
Ἔξαφνα ἦρθε μιὰ διαταγή! Νὰ γεφυρωθεῖ τὸ ποτάμι!…
Τὸ Μηχανικὸ ἔτρεξε ἐκεῖ. Ἔφτασαν στὴν ὄχθη. Οἱ ἄντρες ἄρχισαν τὴ δουλειὰ γρήγορα, βιαστικά, νὰ στηθεῖ γεφύρι, νὰ περάσει ὁ στρατός, ὁ νικητής. Ἀλλὰ ὁ ἐχθρός τους ἔνιωσε καὶ τοὺς ἔβαλε στὸ σημάδι. Οἱ ὀβίδες ἔπεφταν γύρω τους, βουλιάζοντας μὲς στὸ χῶμα, σηκώνοντας τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, σκοτώνοντας κόσμο.
Ἀλλὰ οἱ ἄντρες ἀτρόμητοι στὴ δουλειά τους. Τὰ ἐργαλεῖα δούλευαν καὶ ὁ κρότος ἀκουγόταν γρήγορος, βιαστικός, ἐπίμονος. Τὸ Πυροβολικὸ μᾶς θέλησε νὰ τοὺς προστατέψει καὶ οἱ ἑλληνικὲς ὀβίδες περνοῦσαν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους, σκάζοντας μὲς στὰ ἐχθρικὰ προχώματα.
Ὁ ἐχθρὸς κατάλαβε τὸν κίνδυνο. Ἂν οἱ Ἕλληνες περνοῦσαν τὸν ποταμό, ἦταν χαμένοι. Τάγματα πυκνὰ ἔτρεξαν κατὰ τὸ ποτάμι καὶ ἄρχισαν νὰ ρίχνουν μὲ πεῖσμα. Τρομερὴ ἦταν ἡ ὥρα ἐκείνη. Οἱ μισοὶ ἄφησαν τὰ ἐργαλεῖα κι ἐπίασαν τὰ τουφέκια, οἱ ἄλλοι δούλευαν στὸ γεφύρι.
Ὁ Μιχάλης ἔριξε μιὰ ματιὰ γύρω καὶ εἶδε τοὺς ἀγαπημένους τοῦ συντρόφους ποὺ πολεμοῦσαν σὰν λιοντάρια. Σήκωσε σὲ μιὰ στιγμὴ τὴν ψυχή του στὸ Θεὸ καὶ εἶπε μέσα του:
_ Κύριε, Κύριε, βοήθα τὴν Ἑλλάδα μας!
Τίποτα ἄλλο. Ἔπειτα ξανάπιασε δουλειά.
Ἔξαφνα ἔνιωσε ἕνα δυνατὸ τράνταγμα, σὰν νὰ τὸν ἔσπρωξε κανεὶς πίσω. Παρὰ λίγο νὰ πέσει. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἄκουσε πίσω του ἕνα δυνατὸ θόρυβο. Γύρισε καὶ εἶδε. Ἦταν τὸ Πεζικό, ποὺ ἐρχόταν νὰ βοηθήσει τοὺς γεφυροποιούς, νὰ τοὺς προστατέψει.
Σὲ λίγο ὁ ἐχθρὸς ζαλίστηκε καὶ ὑποχώρησε. Τὸ γεφύρι στήθηκε, τὰ στρατεύματα πέρασαν καὶ προχωροῦσαν πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Σὲ λίγο περνᾶ δίπλα του ὁ Γεράσιμος ὁ Κεφαλλονίτης:
_ Ε, Πέλεκα, τοῦ φώναξε.
_ Ἐδῶ εἶσαι κι ἐσύ; εἶπε ὁ Μιχάλης.
_ Ἐδῶ κι ὅλο ἐμπρός! Ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ξαφνιάστηκε καὶ δείχνοντας τὸ στῆθος τοῦ Μιχάλη, στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς, εἶπε:
_ Μωρὲ Πέλεκα, μιὰ τρύπα ἔχεις ἐδῶ!
Ὁ Μιχάλης εἶδε καὶ τὰ `χάσε. Γρήγορα ὅμως θυμήθηκε τὸ τράνταγμα ποὺ ἔνιωσε τὴν ὥρα τῆς μάχης, κάτι κατάλαβε καί, ξεκουμπώνοντας τὸ χιτώνιό του, ἔβγαλε τὸ Εὐαγγέλιο.
Οἱ ἄντρες τὸν περικύκλωσαν περίεργοι νὰ δοῦν. Καὶ ὁ Μιχάλης, σηκώνοντας ψηλά, ἔδειξε τὸ Ἱερὸ Βιβλίο τρυπημένο ἀπὸ τὴ σφαίρα. Ἡ σφαίρα εἶχε περάσει τὸ δερμάτινο ἐξώφυλλο καὶ εἶχε σφηνωθεῖ στὸ βιβλίο ὡς τὴ μέση.
_ Μέγας εἶσαι, Κύριε! εἶπε ἕνας στρατιώτης καὶ σταυροκοπήθηκε.
Ἦταν ὁ Γεράσιμος ὁ Κεφαλλονίτης. Καὶ οἱ ἄλλοι ἔκαναν τὸ ἴδιο. Ὁ Μιχάλης φίλησε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ξανάβαλε στὸν κόρφο του.
Ἡ π ί σ τ ἰ ς σ ώ ζ ε ι, λέει ἕνας θεῖος λόγος. Ὁ Μιχάλης εἶχε ἀσάλευτη πίστη πάντα μέσα του. Ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη σὲ πολλὲς μάχες πολέμησε καὶ πολλὲς φορὲς κινδύνεψε καὶ στὸν πρῶτο καὶ στὸ δεύτερο πόλεμο. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχὴ τῆς μάνας τοῦ τὸν φύλαξαν.
Ὅταν ἔγινε εἰρήνη καὶ γύρισαν τὰ Μηχανικὰ στὸν Πειραιά, ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ πήδησαν στὴν προκυμαία, ἦταν κι ἕνας ψηλός, γιγαντόσωμος λοχίας ποὺ ἔψαχνε μὲ τὴ ματιὰ γυρεύοντας τοὺς δικούς του. Μιὰ γυναίκα μὲ νησιώτικη μαντίλα χύθηκε μέσα στὸ πλῆθος κι ἀγκάλιασε τὸ λοχία, κλαίγοντας ἀπὸ χαρά.
_ Μιχάλη μου, παιδί μου! Δόξα νὰ ἔχει ὁ Ὕψιστος!
Ἦταν ἡ κυρὰ-Δημήτραινα, ἡ Σεριφιώτισσα, ποὺ δεχόταν τὸ γιὸ της νικητή, μὲ δυὸ γαλόνια στὸ χέρι.
Τώρα ὁ Μιχάλης ὁ Πέλεκας δὲν εἶναι πιὰ στρατιώτης. Πῆρε τὸ ἀπολυτήριό του ἀπὸ τὸ στρατό, ξαναγύρισε στὸ ἐργοστάσιο καὶ εἶναι ἀρχιτεχνίτης.
Ψηλὰ στὸ εἰκονοστάσι, ἀνάμεσα στὰ εἰκονίσματα, ξανάβαλε ἡ κυρὰ-Δημήτραινα τὸ Ἱερὸ κειμήλιο, ποὺ ἔσωσε τὴ ζωὴ τοῦ ἀγαπημένου της παιδιοῦ.
Ὅταν ἔγινε εἰρήνη καὶ γύρισαν τὰ Μηχανικὰ στὸν Πειραιά, ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ πήδησαν στὴν προκυμαία, ἦταν κι ἕνας ψηλός, γιγαντόσωμος λοχίας ποὺ ἔψαχνε μὲ τὴ ματιὰ γυρεύοντας τοὺς δικούς του. Μιὰ γυναίκα μὲ νησιώτικη μαντίλα χύθηκε μέσα στὸ πλῆθος κι ἀγκάλιασε τὸ λοχία, κλαίγοντας ἀπὸ χαρά.
_ Μιχάλη μου, παιδί μου! Δόξα νὰ ἔχει ὁ Ὕψιστος!
Ἦταν ἡ κυρὰ-Δημήτραινα, ἡ Σεριφιώτισσα, ποὺ δεχόταν τὸ γιὸ της νικητή, μὲ δυὸ γαλόνια στὸ χέρι.
Τώρα ὁ Μιχάλης ὁ Πέλεκας δὲν εἶναι πιὰ στρατιώτης. Πῆρε τὸ ἀπολυτήριό του ἀπὸ τὸ στρατό, ξαναγύρισε στὸ ἐργοστάσιο καὶ εἶναι ἀρχιτεχνίτης.
Ψηλὰ στὸ εἰκονοστάσι, ἀνάμεσα στὰ εἰκονίσματα, ξανάβαλε ἡ κυρὰ-Δημήτραινα τὸ Ἱερὸ κειμήλιο, ποὺ ἔσωσε τὴ ζωὴ τοῦ ἀγαπημένου της παιδιοῦ.
πηγή: http://www.pentapostagma.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου