Παναγιώτης Ήφαιστος - Μια ενδιαφέρουσα έκθεση της υπηρεσίας
ερευνών του Αμερικανικού Κογκρέσου που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο
πρόσφατα (Arms Control and Nonproliferation: A Catalog of Treaties and
Agreements http://wp.me/p3OlPy-162) όπως είναι φυσικό εξετάζει το ζήτημα των πυρηνικών όπλων από μια Αμερικανικοκεντρική σκοπιά. Σημειώνεται,
παρενθετικά ότι, για κάτι τέτοιο εκπλήσσονται όσοι δεν γνωρίζουν για
τον σχεδόν καθολικά στρατευμένο χαρακτήρα της ανάλυσης της διεθνούς
πολιτικής. Όσοι
δεν κατανοούν ότι σε ένα κρατοκεντρικό κόσμο κάθε βιώσιμο κράτος
εκλογικεύει το δικό του συμφέρον, τις δικές του αξιώσεις ισχύος και το
δικό του σύστημα επιχειρημάτων στο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα.
Ασφαλώς, σε μη βιώσιμα κράτη διανοούμενοι φούσκες εκατοστής τάξης υποστηρίζουν ξένα συμφέροντα εις βάρος του δικού τους κράτους. Σε χώρες υποψήφιες για σφαγή, βέβαια, υπάρχει και μια συνομοταξία χρήσιμων ηλιθίων οι οποίοι επιτίθενται ακόμη και κατά αξιολογικά ελεύθερων αναλύσεων στα πεδία της στρατηγικής θεωρίας.
Έτσι, τις δεκαετίες του 1990 και 2000 δολοφονούσαν τον χαρακτήρα όσων ανέλυαν με κλασικό τρόπο σταθερές της αποτρεπτικής στρατηγικής. Σε ένα κράτος που υπάρχουν ασυνάρτητοι, αφελείς και υπηρέτες ξένων είναι νομοτέλεια να υποστούν ζημιές. Αυτό όμως είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που αναλύεται αλλού και που θα τύχει περαιτέρω επεξεργασίας μελλοντικά.
Εδώ όμως θα σταθούμε σε ένα γενικότερο επίπεδο προβληματισμού που αφορά το μεγαλύτερο ζήτημα του μέλλοντος, την πυρηνική ισχύ. Αφορά βέβαια πρωτίστως τις πυρηνικές δυνάμεις αλλά και με δύο τουλάχιστον τρόπους και την περιφέρειά μας. Αφενός γιατί η Τουρκία ενδέχεται μελλοντικά να επιδιώξει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και αφετέρου γιατί το ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων από μη κρατικούς δρώντες δεν είναι παντελώς εκτός εικόνας.
Εξαρχής, θα πρέπει να τονιστεί ότι παρατηρώντας την διαδρομή του ζητήματος της διασποράς των πυρηνικών όπλων η περίοδος μετά τις πρώτες μεγάλες συμφωνίες του 1972-3 και όσο προχωρούσαμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990, διάφορα γεγονότα θόλωναν την κυρίαρχη αρχική άποψη πως το πυρηνικό όπλο μπορεί να είναι μόνο αποτρεπτικό. Υπογραμμίζεται, ακριβώς, ότι η συντριπτικά κυρίαρχη άποψη όταν έγιναν οι συμφωνίες περιορισμού των πυρηνικών όπλων ήταν ότι πρόκειται για όπλο αποτροπής και όχι διεξαγωγής πολέμου. Εξ ου και συμπεριλήφθηκε η συμφωνία απαγόρευσης των αντί-βαλλιστικών (αμυντικών κατά επερχόμενων βαλλιστικών πυρών) πυραύλων.
Εάν ρίξουμε μια ματιά στην πρώτη φάση κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου όταν ανακαλύφθηκε το πυρηνικό όπλο και ιδιαίτερα όταν απέκτησε επιχειρησιακές δυνατότητες, θα μπορούσαμε να τονίσουμε ότι έγινε ένα μεγάλο και ασυγχώρητο σφάλμα –κατά πολλούς ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου– που αναιρεί την σχέση πολιτικών σκοπών και πολεμικών ενεργειών.
Η εξόντωση δεκάδων χιλιάδων αμάχων στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Ακολούθησε μια περίοδος αμηχανίας δύο περίπου δεκαετιών που συνοδευόταν από αμερικανικό πυρηνικό μονοπώλιο το οποίο τερματίστηκε την δεκαετία του 1960. Το 1972 οι Συνθήκες SALT-AΒΜ κωδικοποίησαν αυτό το γεγονός με το να οριστεί αριθμητική οροφή κατοχής πυρηνικών όπλων. Ταυτόχρονα απαγόρευσε την απόκτηση αμυντικών αντιβαλλιστικών πυραύλων εκατέρωθεν.
Η πυρηνική ισοδυναμία, ακριβώς, αλλά και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των άνευ προηγουμένου καταστροφικών ιδιοτήτων των πυρηνικών όπλων σήμαινε ότι ο πολιτικός σκοπός που εξυπηρετούν πλέον τα πυρηνικά όπλα συνίσταται στην αποτροπή έκρηξης πυρηνικού πολέμου και όχι στην χρήση τους στο πεδίο των μαχών.
nuclearΑργότερα προς το τέλος του 1970 και πριν ο πρόεδρος Ρήγκαν προχωρήσει στα σχέδια ανάπτυξη πυρηνικής άμυνας (SDI Strategic Defense Initiative) η μελέτη για τον «πυρηνικό χειμώνα» είχε μια καταλυτική επίδραση στην στρατηγική θεωρία περί τα πυρηνικά. Ακόμη και ένας μικρός αριθμός πυρηνικών εκρήξεων θα προκαλούσε μεγάλες πυρκαγιές, σκόνες και σύννεφα που θα άλλαζαν δραστικά την ζωή όπως την γνωρίζουμε εδώ και χιλιάδες χρόνια (για όσους θα επιβίωναν).
Παρά τις κατά καιρούς ρητορικές αμφιταλαντεύσεις τα στρατηγικά δόγματα των κρατών που κατέχουν πυρηνικά όπλα εκπληρώνουν ουσιαστικά τον μοναδικό πολιτικό σκοπό αποτροπής ενός πυρηνικού πολέμου. Υπαινιγμοί –πρώτα στο Αφγανιστάν, μετά στο Ιράκ, στην συνέχεια στην Κορέα και στο Ιράν– της αμερικανικής ηγεσίας για χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων αποτελεί όντως πολιτικά ανεύθυνη και επικίνδυνη παραφιλολογία. Η συζήτηση αυτή αναζωπυρώθηκε μετά την κρίση στην Ουκρανία όταν διαφάνηκε έστω και ως πιθανό ενδεχόμενο μια στρατιωτική επιχείρηση που θα ενέπλεκε την Ρωσία με στρατεύματα του ΝΑΤΟ. Πόλεμος μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων μέχρι σήμερα δεν υπήρξε. Μια συμβατική σύγκρουση θεωρείται ότι ενέχει μεγάλους κινδύνους για κάτι τέτοιο.
Παρά το γεγονός ότι κατά καιρού0ς ανεύθυνες δηλώσεις δυνατό να προκαλούν ήδη αλλαγές στο πυρηνικό σκηνικό που κανείς δεν θα ήθελε και που κανένα δεν συμφέρουν, είναι ένα πράγμα οι δηλώσεις και άλλο η εκτέλεση μιας πυρηνικής επίθεσης. Η πρώτη μετά το Ναγκασάκι εκτέλεση μιας τέτοιας επίθεσης κυριολεκτικά θα ανοίξει την πόρτα του πυρηνικού φρενοκομείου.
Δεν πρόκειται, υπογραμμίζεται, μόνο για τις δυνητικές ανθρώπινες βόμβες ισλαμιστών απ’ όλο τον κόσμο (εάν κτυπηθεί μια μουσουλμανική χώρα) που πιθανότατα θα καταστήσουν την ζωή στις δυτικές πόλεις μαρτύριο ή ακόμη για τις απρόβλεπτες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Πρόκειται για τις συνέπειες στο πεδίο της νομιμοποίησης χρήσης πυρηνικών όπλων. Αναπόδραστα θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη διασπορά πυρηνικών όπλων ακόμη και σε μη κρατικούς δρώντες, κάτι που δυνατό μελλοντικά να κλιμακωθεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Κυριολεκτικά, η ελαφρότητα, η επιπολαιότητα, ο ανορθολογισμός και ο παραλογισμός πολιτικών ηγετών μεγάλων δυνάμεων που θα έπρεπε να συμπεριφέρονται υπεύθυνα αφήνει κατάπληκτο όποιο είναι στοιχειωδώς μυημένος με την πυρηνική ισχύ, τα πυρηνικά στρατηγικά δόγματα και τις συνέπειες χρήσης μιας τόσο καταστροφικής ισχύος.
Ακόμη και αν δεν οδηγηθούμε στο τέλμα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος στο εγγύς μέλλον, αυτό που διακυβεύεται στους διεθνείς θεσμούς είναι εξίσου σημαντικό για τις διακρατικές σχέσεις, την ειρήνη, την σταθερότητα και τον τρόπο που νοηματοδοτείται η διεθνής τάξη.
Πιο συγκεκριμένα, καταστρατηγείται ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, διασύρεται η Συλλογική Ασφάλεια και παραμερίζονται οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου περί εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας, διακρατικής ισοτιμίας και μη επέμβασης. Η άσκηση βίας μιας τέτοιας έκτασης εκθεμελιώνει τον ρόλο των θεσμών διεθνούς τάξης καθότι υποδηλώνει μια απόφαση ότι ο μεγαλύτερος και πιο καταστροφικός πόλεμος, είναι απόφαση που εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια των «εχόντων» πυρηνικά όπλα. Όσο και αν αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων (κατά κάποιο τρόπο κατανοητό καθότι δεν συμφέρει τους «έχοντες και κατέχοντες») είναι αναμφίβολα ένα μεγάλο ζήτημα της διεθνούς πολιτικής του 21 αιώνα. Είτε δηλαδή θα υπάρχουν κώδικες, αρχές και ίσως κανόνες που θα διέπουν την διακρατική τάξη είτε θα εισέλθουμε σε μια ολοκληρωτική «κατάσταση της φύσης».
Συντομογραφικά τονίζουμε ως προς αυτό ότι όλες αυτές οι αντι-ηγεμονικές κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διεθνείς σχέσεις της ύστερης εποχής, ήταν απόρροια της ήττας των αυτοκρατορικών αξιώσεων από τους αγώνες εθνικής ανεξαρτησίας.
Το καθεστώς διεθνών σχέσεων είναι γι’ αυτό οντολογικά θεμελιωμένο στην αρχή της κυριαρχίας-ανεξαρτησίας. Όποιος το αμφισβητεί, ειδικά αυτοί που έχουν την ισχύ να το εκθεμελιώσουν, εξωθεί την διεθνή πολιτική σε προ-πολιτικές καταστάσεις. Αν και η ακύρωση της κυριαρχίας ως βάση λειτουργίας του διεθνούς συστήματος πρέπει να θεωρείται ανέφικτη, εκδηλώνεται μια ανορθολογική προσδοκία των Μονίμων Μελών –και μια ηχηρή σιωπή πολλών άλλων κρατών– πως το Συμβούλιο Ασφαλείας θα μπορούσε να αποτελέσει το όργανο επιβολής στα υπόλοιπα έθνη μιας μόνιμης διάκρισης μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων» στο πυρηνικό πεδίο. Αυτό δεν μπορεί παρά να ενέχει μεγάλες συνέπειες για την μελλοντική διεθνή πολιτική.
Η μη διασπορά των πυρηνικών όπλων που θα επιβάλλουν οι «έχοντες και κατέχοντες» δεν είναι μια απλή υπόθεση και οπωσδήποτε δύσκολα θα μπορούσε να επιβληθεί ετσιθελικά και σε μόνιμη βάση ελέω ισχύος.
Στο ζήτημα αυτό, θα πρόσθετα, η διαστροφή της αλήθειας δεν είναι καλός σύμβουλος ούτε για πολιτική σκέψη ούτε για πολιτικές αποφάσεις, ακόμη και για υπερδυνάμεις. Η «Συνθήκη Μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων» αποτελεί, ουσιαστικά, μια υπόσχεση των «εχόντων πυρηνικά», ότι θα προχωρήσουν, αφενός σε περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων, και αφετέρου, «στην λήψη αποτελεσματικών μέτρων προς την κατεύθυνση ενός πυρηνικού αφοπλισμού» (κανείς δεν έχει παρά να διαβάσει την πρώτη σελίδα αυτής της Συνθήκης που παραθέτω στα Αγγλικά στο τέλος του κειμένου). Στην βάση αυτής της νομικής και ταυτόχρονα πολιτικής δέσμευσης, ακριβώς, τα υπόλοιπα κυρίαρχα κράτη υποσχέθηκαν ότι θα περιοριστούν στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Κρίσεις όπως αυτές του Ιράκ, του Ιράν και της Κορέας αναδεικνύουν το μεγάλο αυτό πρόβλημα το οποίο όσο η τεχνολογία προχωρεί τόσο θα γίνεται οξύτερο. Υπάρχουν τρία στάδια για την λελογισμένη και υπεύθυνη αντιμετώπισή του.
Άμεσα, απαιτείται αυτοσυγκράτηση όλων επειδή παίζοντας με τα πυρηνικά όπλα παίζουν με την φωτιά. Σε βραχυχρόνιο επίπεδο και ανεξαρτήτως άλλων ανταγωνισμών, απαιτείται εμπλοκή όλων των κρατών σε μια πορεία δραστικού περιορισμού των πυρηνικών οπλοστασίων.
Αντί λοιπόν ψύχραιμης συζήτησης για ένα ζήτημα που αφορά το συμφέρον επιβίωσης όλων των κρατών, εδώ και πολύ καιρό εισήλθαμε άρχισε ένα θέατρο του παραλόγου: Παντελώς ανορθολογικά και ατελέσφορα, οι «επίσημα έχοντες πυρηνικά» φαίνεται να νομίζουν ότι θα μπορούσε να καταστεί ο ΟΗΕ μέσο αυθαίρετων αποφάσεων για την καθιέρωση μόνιμων διακρίσεων μεταξύ εχόντων και μη εχόντων χωρίς οι ίδιοι να τηρήσουν τις συμβατικές και πολιτικές τους δεσμεύσεις στο πεδίο της διασποράς πυρηνικών όπλων.
Κυριολεκτικά, μόνο ελαφρόμυαλοι θα μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα μακροημερεύσει μια τέτοια διάκριση σ’ ένα δυναμικά εξελισσόμενο κόσμο κυρίαρχων κοινωνιών που μόλις πριν μερικές δεκαετίες αγωνίστηκαν για την εθνική τους ανεξαρτησία. Όπως πολύ σωστά υποστήριξε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο κορυφαίο του έργο «Θεωρία του Πολέμου» –το θεωρώ ένα από τα σημαντικότερα έργα για τον πόλεμο συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών– η τεχνολογική πρόοδος αλλάζει δραστικά τις δυνατότητες των «μη εχόντων» ακόμη και μη κρατικών δρώντων όπως διεθνικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
πυρηνικάπύραυλοι3
Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα αναφέρεται ότι όσον αφορά την δέσμευση για πυρηνικό αφοπλισμό, πρέπει να θεωρείται δύσκολη υπόθεση ακόμη και μακροχρόνια. Κυρίως, προσκρούει σε τρία μεγάλα εμπόδια:
Πρώτον, το ποιος κατέχει μια τέτοια ισχύ τα αμέσως επόμενα χρόνια κατά κάποιο τρόπο προκρίνει τις θέσεις, τους ρόλους, τα συμφέροντα και την κατανομή τους στο διεθνές σύστημα. Δύσκολα, επομένως, οι έχοντες θα εγκατέλειπαν ένα τέτοιο πλεονέκτημα.
Δεύτερον, κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί η πυρηνική τεχνολογία και κατά συνέπεια εγκαταλείποντας αυτή την ισχύ μπορεί ένα σημερινό μεγάλο κράτος να βρεθεί λιγότερο ισχυρό σε σύγκριση με μια ή μεσαία ή μικρή δύναμη (πρώτος ο Ντε Γκολ, ονόμασε το πυρηνικό όπλο «εξισωτή ισχύος»).
Τρίτον, η τεχνολογική πρόοδος και η δυνατότητα ανεξέλεγκτης διασποράς λόγω τεχνολογίας σημαίνει ότι κατοχή μερικών έστω πυρηνικών όπλων «για παν ενδεχόμενο» θα έπρεπε να τα θέσει κάτω από κάποιου είδους διεθνή έλεγχο. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ένα ανθόσπαρτο διεθνές σύστημα απαλλαγμένο αιτιών πολέμου όπου δεν θα υπάρχουν ηγεμονικοί ανταγωνισμοί και όπου η άνιση ανάπτυξη θα έχει τερματιστεί. Παρά το ότι μερικοί απρόσεκτοι (;) Έλληνες «διεθνολόγοι» πριν δέκα περίπου χρόνια έγραψαν ότι πολύ σύντομα θα νοιώσουμε μια τέτοια χαρά, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει.
Αν και κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με αυτή την πραγματικότητα θα πρέπει να την λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη. Το διεθνές σύστημα δεν είναι αυτό που κάποιοι τα τελευταία είκοσι χρόνια έπεισαν τους Έλληνες ότι θα είναι. Δεν θα είναι ένα δηλαδή ένα ανθόσπαρτο «παγκοσμιοποιημένο» πεδίο πολιτικά αδιάφορων ταξιδιωτών και εμπόρων, καθώς επίσης και ένα πεδίο μεγαλόψυχων και αλτρουιστικών ηγεμονικών δυνάμεων.
Θίγοντας, ακριβώς, το πιο ακραίο και πιο επικίνδυνο φαινόμενο της διεθνούς πολιτικής, την πυρηνική ισχύ, αξίζει να γίνουν μερικές αναφορές στην πρόσφατη διαδρομή των νεοελλήνων και στην συγκαιρινή συγκυρία.
Οι εγχώριοι δράστες ήταν πολλοί και φορείς εξ αντικειμένου κίβδηλων επιστημονικών τίτλων. Για όσους αναμίχθηκαν με τα δημόσια είναι σωστό να υπογραμμιστεί ότι ήταν ανύπαρκτης ή πολύ χαμηλής πολιτικής υπόστασης. Ακόμη και εξαιρέσεις να υπήρχαν σε μια τέτοια κατάσταση καταπνίγονται. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε στο χαμηλότερο σήμερα σκαλί ένα βήμα πριν την άβυσσο.
Προβλέψεις δύσκολα μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα με δεδομένο ότι το ίδιο πνευματικοπολιτικά σάπιο αριστεροδεξιοαναρχικοσοσιαλιστικό σύστημα που οδήγησε την Ελλάδα στα βράχια συνεχίζει να κάθεται στις καρέκλες και να αερολογεί αδύναμο να κατανοήσει τις ανελέητες κρατοκεντρικές λογικές της διεθνούς πολιτικής. Ως εκ τούτου αδύναμο και ανίκανο να εμπνεύσει και συσπειρώσει τους νεοέλληνες γύρω από τις έννοιες εθνοκράτος και πατρίδα. Έννοιες όχι υποθετικές αλλά συνώνυμες της επιβίωσης.
Η θεραπεία συναρτάται με την διάγνωση των παθογενειών των ασθενειών. Τα κύρια αίτια της συμφοράς που έπληξε τους νεοέλληνες την δεκαετία του 2010 είναι το πολύ μεγάλο έλλειμμα στοιχειώδους έστω γνώσης της φυσιογνωμίας και των χαρακτηριστικών της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής. Εννοώ το κρατοκεντρικό σύστημα της Βεστφαλίας – 1648 που αναπτύχθηκε, εδραιώθηκε και επικυρώθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ του 1945.
πυρηνικοί πύραυλοι2Αυτό το σύστημα βαθαίνει ολοένα και περισσότερο γεγονός που το καθιστά ανελέητα ανταγωνιστικό και για τους απρόσεκτους θανατηφόρο. Ελάχιστοι ή κανείς όμως άκουε ή σήμερα ακούει την βοή της κρατοκεντρικής λογικής. Λογική που απαιτεί όχι την κυρίαρχη πλέον ιδιωτεία αλλά ακλόνητη φιλοπατρία, ισχυρό κράτος, συσπείρωση γύρω από την αυτοσυντήρηση και εν γένει ασφάλεια του κράτους και κοινωνική συνοχή που διαφυλάττει το κράτος ενιαίο.
Η κοινωνική συνοχή πλήττεται καθημερινά εδώ και πέντε χρόνια από τερατώδεις και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους χρηματοοικονομικούς δολοφόνους. Ενδοκρατικά ο ανταγωνισμός των ίδιων καρεκλοκένταυρων δεν είναι το πώς θα στηρίξουν την επιβίωση του κράτους αλλά το πόσο και πως θα υπηρετήσουν αυτούς τους δολοφόνους.
Μια άλλη πολιτική θα απαιτούσε φιλοπατρία, απόρριψη κάθε ασυνάρτητης διεθνιστικής ή κοσμοπολιτικής αφέλειας και ικανότητα συσπείρωσης της κοινωνίας.
Υστερόγραφο. Το ζήτημα της πυρηνικής ισχύος έχει αναλυθεί σε πολλά κείμενα του υπογράφοντος κυρίως στο «Nuclear Strategy and European Security Dilemmas». Το πυρηνικό ζήτημα θέτει και μια σειρά μεγάλων ερωτημάτων για την σχέση πολιτικής και πολέμου που δεν θίξαμε πιο πάνω και που αναλύονται αλλού.
Ασφαλώς, σε μη βιώσιμα κράτη διανοούμενοι φούσκες εκατοστής τάξης υποστηρίζουν ξένα συμφέροντα εις βάρος του δικού τους κράτους. Σε χώρες υποψήφιες για σφαγή, βέβαια, υπάρχει και μια συνομοταξία χρήσιμων ηλιθίων οι οποίοι επιτίθενται ακόμη και κατά αξιολογικά ελεύθερων αναλύσεων στα πεδία της στρατηγικής θεωρίας.
Έτσι, τις δεκαετίες του 1990 και 2000 δολοφονούσαν τον χαρακτήρα όσων ανέλυαν με κλασικό τρόπο σταθερές της αποτρεπτικής στρατηγικής. Σε ένα κράτος που υπάρχουν ασυνάρτητοι, αφελείς και υπηρέτες ξένων είναι νομοτέλεια να υποστούν ζημιές. Αυτό όμως είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που αναλύεται αλλού και που θα τύχει περαιτέρω επεξεργασίας μελλοντικά.
Εδώ όμως θα σταθούμε σε ένα γενικότερο επίπεδο προβληματισμού που αφορά το μεγαλύτερο ζήτημα του μέλλοντος, την πυρηνική ισχύ. Αφορά βέβαια πρωτίστως τις πυρηνικές δυνάμεις αλλά και με δύο τουλάχιστον τρόπους και την περιφέρειά μας. Αφενός γιατί η Τουρκία ενδέχεται μελλοντικά να επιδιώξει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και αφετέρου γιατί το ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων από μη κρατικούς δρώντες δεν είναι παντελώς εκτός εικόνας.
Εξαρχής, θα πρέπει να τονιστεί ότι παρατηρώντας την διαδρομή του ζητήματος της διασποράς των πυρηνικών όπλων η περίοδος μετά τις πρώτες μεγάλες συμφωνίες του 1972-3 και όσο προχωρούσαμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990, διάφορα γεγονότα θόλωναν την κυρίαρχη αρχική άποψη πως το πυρηνικό όπλο μπορεί να είναι μόνο αποτρεπτικό. Υπογραμμίζεται, ακριβώς, ότι η συντριπτικά κυρίαρχη άποψη όταν έγιναν οι συμφωνίες περιορισμού των πυρηνικών όπλων ήταν ότι πρόκειται για όπλο αποτροπής και όχι διεξαγωγής πολέμου. Εξ ου και συμπεριλήφθηκε η συμφωνία απαγόρευσης των αντί-βαλλιστικών (αμυντικών κατά επερχόμενων βαλλιστικών πυρών) πυραύλων.
Εάν ρίξουμε μια ματιά στην πρώτη φάση κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου όταν ανακαλύφθηκε το πυρηνικό όπλο και ιδιαίτερα όταν απέκτησε επιχειρησιακές δυνατότητες, θα μπορούσαμε να τονίσουμε ότι έγινε ένα μεγάλο και ασυγχώρητο σφάλμα –κατά πολλούς ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου– που αναιρεί την σχέση πολιτικών σκοπών και πολεμικών ενεργειών.
Η εξόντωση δεκάδων χιλιάδων αμάχων στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Ακολούθησε μια περίοδος αμηχανίας δύο περίπου δεκαετιών που συνοδευόταν από αμερικανικό πυρηνικό μονοπώλιο το οποίο τερματίστηκε την δεκαετία του 1960. Το 1972 οι Συνθήκες SALT-AΒΜ κωδικοποίησαν αυτό το γεγονός με το να οριστεί αριθμητική οροφή κατοχής πυρηνικών όπλων. Ταυτόχρονα απαγόρευσε την απόκτηση αμυντικών αντιβαλλιστικών πυραύλων εκατέρωθεν.
Η πυρηνική ισοδυναμία, ακριβώς, αλλά και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των άνευ προηγουμένου καταστροφικών ιδιοτήτων των πυρηνικών όπλων σήμαινε ότι ο πολιτικός σκοπός που εξυπηρετούν πλέον τα πυρηνικά όπλα συνίσταται στην αποτροπή έκρηξης πυρηνικού πολέμου και όχι στην χρήση τους στο πεδίο των μαχών.
nuclearΑργότερα προς το τέλος του 1970 και πριν ο πρόεδρος Ρήγκαν προχωρήσει στα σχέδια ανάπτυξη πυρηνικής άμυνας (SDI Strategic Defense Initiative) η μελέτη για τον «πυρηνικό χειμώνα» είχε μια καταλυτική επίδραση στην στρατηγική θεωρία περί τα πυρηνικά. Ακόμη και ένας μικρός αριθμός πυρηνικών εκρήξεων θα προκαλούσε μεγάλες πυρκαγιές, σκόνες και σύννεφα που θα άλλαζαν δραστικά την ζωή όπως την γνωρίζουμε εδώ και χιλιάδες χρόνια (για όσους θα επιβίωναν).
Παρά τις κατά καιρούς ρητορικές αμφιταλαντεύσεις τα στρατηγικά δόγματα των κρατών που κατέχουν πυρηνικά όπλα εκπληρώνουν ουσιαστικά τον μοναδικό πολιτικό σκοπό αποτροπής ενός πυρηνικού πολέμου. Υπαινιγμοί –πρώτα στο Αφγανιστάν, μετά στο Ιράκ, στην συνέχεια στην Κορέα και στο Ιράν– της αμερικανικής ηγεσίας για χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων αποτελεί όντως πολιτικά ανεύθυνη και επικίνδυνη παραφιλολογία. Η συζήτηση αυτή αναζωπυρώθηκε μετά την κρίση στην Ουκρανία όταν διαφάνηκε έστω και ως πιθανό ενδεχόμενο μια στρατιωτική επιχείρηση που θα ενέπλεκε την Ρωσία με στρατεύματα του ΝΑΤΟ. Πόλεμος μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων μέχρι σήμερα δεν υπήρξε. Μια συμβατική σύγκρουση θεωρείται ότι ενέχει μεγάλους κινδύνους για κάτι τέτοιο.
Παρά το γεγονός ότι κατά καιρού0ς ανεύθυνες δηλώσεις δυνατό να προκαλούν ήδη αλλαγές στο πυρηνικό σκηνικό που κανείς δεν θα ήθελε και που κανένα δεν συμφέρουν, είναι ένα πράγμα οι δηλώσεις και άλλο η εκτέλεση μιας πυρηνικής επίθεσης. Η πρώτη μετά το Ναγκασάκι εκτέλεση μιας τέτοιας επίθεσης κυριολεκτικά θα ανοίξει την πόρτα του πυρηνικού φρενοκομείου.
Δεν πρόκειται, υπογραμμίζεται, μόνο για τις δυνητικές ανθρώπινες βόμβες ισλαμιστών απ’ όλο τον κόσμο (εάν κτυπηθεί μια μουσουλμανική χώρα) που πιθανότατα θα καταστήσουν την ζωή στις δυτικές πόλεις μαρτύριο ή ακόμη για τις απρόβλεπτες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Πρόκειται για τις συνέπειες στο πεδίο της νομιμοποίησης χρήσης πυρηνικών όπλων. Αναπόδραστα θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη διασπορά πυρηνικών όπλων ακόμη και σε μη κρατικούς δρώντες, κάτι που δυνατό μελλοντικά να κλιμακωθεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Κυριολεκτικά, η ελαφρότητα, η επιπολαιότητα, ο ανορθολογισμός και ο παραλογισμός πολιτικών ηγετών μεγάλων δυνάμεων που θα έπρεπε να συμπεριφέρονται υπεύθυνα αφήνει κατάπληκτο όποιο είναι στοιχειωδώς μυημένος με την πυρηνική ισχύ, τα πυρηνικά στρατηγικά δόγματα και τις συνέπειες χρήσης μιας τόσο καταστροφικής ισχύος.
Ακόμη και αν δεν οδηγηθούμε στο τέλμα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος στο εγγύς μέλλον, αυτό που διακυβεύεται στους διεθνείς θεσμούς είναι εξίσου σημαντικό για τις διακρατικές σχέσεις, την ειρήνη, την σταθερότητα και τον τρόπο που νοηματοδοτείται η διεθνής τάξη.
Πιο συγκεκριμένα, καταστρατηγείται ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, διασύρεται η Συλλογική Ασφάλεια και παραμερίζονται οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου περί εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας, διακρατικής ισοτιμίας και μη επέμβασης. Η άσκηση βίας μιας τέτοιας έκτασης εκθεμελιώνει τον ρόλο των θεσμών διεθνούς τάξης καθότι υποδηλώνει μια απόφαση ότι ο μεγαλύτερος και πιο καταστροφικός πόλεμος, είναι απόφαση που εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια των «εχόντων» πυρηνικά όπλα. Όσο και αν αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων (κατά κάποιο τρόπο κατανοητό καθότι δεν συμφέρει τους «έχοντες και κατέχοντες») είναι αναμφίβολα ένα μεγάλο ζήτημα της διεθνούς πολιτικής του 21 αιώνα. Είτε δηλαδή θα υπάρχουν κώδικες, αρχές και ίσως κανόνες που θα διέπουν την διακρατική τάξη είτε θα εισέλθουμε σε μια ολοκληρωτική «κατάσταση της φύσης».
Συντομογραφικά τονίζουμε ως προς αυτό ότι όλες αυτές οι αντι-ηγεμονικές κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διεθνείς σχέσεις της ύστερης εποχής, ήταν απόρροια της ήττας των αυτοκρατορικών αξιώσεων από τους αγώνες εθνικής ανεξαρτησίας.
Το καθεστώς διεθνών σχέσεων είναι γι’ αυτό οντολογικά θεμελιωμένο στην αρχή της κυριαρχίας-ανεξαρτησίας. Όποιος το αμφισβητεί, ειδικά αυτοί που έχουν την ισχύ να το εκθεμελιώσουν, εξωθεί την διεθνή πολιτική σε προ-πολιτικές καταστάσεις. Αν και η ακύρωση της κυριαρχίας ως βάση λειτουργίας του διεθνούς συστήματος πρέπει να θεωρείται ανέφικτη, εκδηλώνεται μια ανορθολογική προσδοκία των Μονίμων Μελών –και μια ηχηρή σιωπή πολλών άλλων κρατών– πως το Συμβούλιο Ασφαλείας θα μπορούσε να αποτελέσει το όργανο επιβολής στα υπόλοιπα έθνη μιας μόνιμης διάκρισης μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων» στο πυρηνικό πεδίο. Αυτό δεν μπορεί παρά να ενέχει μεγάλες συνέπειες για την μελλοντική διεθνή πολιτική.
Η μη διασπορά των πυρηνικών όπλων που θα επιβάλλουν οι «έχοντες και κατέχοντες» δεν είναι μια απλή υπόθεση και οπωσδήποτε δύσκολα θα μπορούσε να επιβληθεί ετσιθελικά και σε μόνιμη βάση ελέω ισχύος.
Στο ζήτημα αυτό, θα πρόσθετα, η διαστροφή της αλήθειας δεν είναι καλός σύμβουλος ούτε για πολιτική σκέψη ούτε για πολιτικές αποφάσεις, ακόμη και για υπερδυνάμεις. Η «Συνθήκη Μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων» αποτελεί, ουσιαστικά, μια υπόσχεση των «εχόντων πυρηνικά», ότι θα προχωρήσουν, αφενός σε περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων, και αφετέρου, «στην λήψη αποτελεσματικών μέτρων προς την κατεύθυνση ενός πυρηνικού αφοπλισμού» (κανείς δεν έχει παρά να διαβάσει την πρώτη σελίδα αυτής της Συνθήκης που παραθέτω στα Αγγλικά στο τέλος του κειμένου). Στην βάση αυτής της νομικής και ταυτόχρονα πολιτικής δέσμευσης, ακριβώς, τα υπόλοιπα κυρίαρχα κράτη υποσχέθηκαν ότι θα περιοριστούν στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Κρίσεις όπως αυτές του Ιράκ, του Ιράν και της Κορέας αναδεικνύουν το μεγάλο αυτό πρόβλημα το οποίο όσο η τεχνολογία προχωρεί τόσο θα γίνεται οξύτερο. Υπάρχουν τρία στάδια για την λελογισμένη και υπεύθυνη αντιμετώπισή του.
Άμεσα, απαιτείται αυτοσυγκράτηση όλων επειδή παίζοντας με τα πυρηνικά όπλα παίζουν με την φωτιά. Σε βραχυχρόνιο επίπεδο και ανεξαρτήτως άλλων ανταγωνισμών, απαιτείται εμπλοκή όλων των κρατών σε μια πορεία δραστικού περιορισμού των πυρηνικών οπλοστασίων.
Αντί λοιπόν ψύχραιμης συζήτησης για ένα ζήτημα που αφορά το συμφέρον επιβίωσης όλων των κρατών, εδώ και πολύ καιρό εισήλθαμε άρχισε ένα θέατρο του παραλόγου: Παντελώς ανορθολογικά και ατελέσφορα, οι «επίσημα έχοντες πυρηνικά» φαίνεται να νομίζουν ότι θα μπορούσε να καταστεί ο ΟΗΕ μέσο αυθαίρετων αποφάσεων για την καθιέρωση μόνιμων διακρίσεων μεταξύ εχόντων και μη εχόντων χωρίς οι ίδιοι να τηρήσουν τις συμβατικές και πολιτικές τους δεσμεύσεις στο πεδίο της διασποράς πυρηνικών όπλων.
Κυριολεκτικά, μόνο ελαφρόμυαλοι θα μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα μακροημερεύσει μια τέτοια διάκριση σ’ ένα δυναμικά εξελισσόμενο κόσμο κυρίαρχων κοινωνιών που μόλις πριν μερικές δεκαετίες αγωνίστηκαν για την εθνική τους ανεξαρτησία. Όπως πολύ σωστά υποστήριξε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο κορυφαίο του έργο «Θεωρία του Πολέμου» –το θεωρώ ένα από τα σημαντικότερα έργα για τον πόλεμο συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών– η τεχνολογική πρόοδος αλλάζει δραστικά τις δυνατότητες των «μη εχόντων» ακόμη και μη κρατικών δρώντων όπως διεθνικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
πυρηνικάπύραυλοι3
Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα αναφέρεται ότι όσον αφορά την δέσμευση για πυρηνικό αφοπλισμό, πρέπει να θεωρείται δύσκολη υπόθεση ακόμη και μακροχρόνια. Κυρίως, προσκρούει σε τρία μεγάλα εμπόδια:
Πρώτον, το ποιος κατέχει μια τέτοια ισχύ τα αμέσως επόμενα χρόνια κατά κάποιο τρόπο προκρίνει τις θέσεις, τους ρόλους, τα συμφέροντα και την κατανομή τους στο διεθνές σύστημα. Δύσκολα, επομένως, οι έχοντες θα εγκατέλειπαν ένα τέτοιο πλεονέκτημα.
Δεύτερον, κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί η πυρηνική τεχνολογία και κατά συνέπεια εγκαταλείποντας αυτή την ισχύ μπορεί ένα σημερινό μεγάλο κράτος να βρεθεί λιγότερο ισχυρό σε σύγκριση με μια ή μεσαία ή μικρή δύναμη (πρώτος ο Ντε Γκολ, ονόμασε το πυρηνικό όπλο «εξισωτή ισχύος»).
Τρίτον, η τεχνολογική πρόοδος και η δυνατότητα ανεξέλεγκτης διασποράς λόγω τεχνολογίας σημαίνει ότι κατοχή μερικών έστω πυρηνικών όπλων «για παν ενδεχόμενο» θα έπρεπε να τα θέσει κάτω από κάποιου είδους διεθνή έλεγχο. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ένα ανθόσπαρτο διεθνές σύστημα απαλλαγμένο αιτιών πολέμου όπου δεν θα υπάρχουν ηγεμονικοί ανταγωνισμοί και όπου η άνιση ανάπτυξη θα έχει τερματιστεί. Παρά το ότι μερικοί απρόσεκτοι (;) Έλληνες «διεθνολόγοι» πριν δέκα περίπου χρόνια έγραψαν ότι πολύ σύντομα θα νοιώσουμε μια τέτοια χαρά, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει.
Αν και κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με αυτή την πραγματικότητα θα πρέπει να την λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη. Το διεθνές σύστημα δεν είναι αυτό που κάποιοι τα τελευταία είκοσι χρόνια έπεισαν τους Έλληνες ότι θα είναι. Δεν θα είναι ένα δηλαδή ένα ανθόσπαρτο «παγκοσμιοποιημένο» πεδίο πολιτικά αδιάφορων ταξιδιωτών και εμπόρων, καθώς επίσης και ένα πεδίο μεγαλόψυχων και αλτρουιστικών ηγεμονικών δυνάμεων.
Θίγοντας, ακριβώς, το πιο ακραίο και πιο επικίνδυνο φαινόμενο της διεθνούς πολιτικής, την πυρηνική ισχύ, αξίζει να γίνουν μερικές αναφορές στην πρόσφατη διαδρομή των νεοελλήνων και στην συγκαιρινή συγκυρία.
Οι εγχώριοι δράστες ήταν πολλοί και φορείς εξ αντικειμένου κίβδηλων επιστημονικών τίτλων. Για όσους αναμίχθηκαν με τα δημόσια είναι σωστό να υπογραμμιστεί ότι ήταν ανύπαρκτης ή πολύ χαμηλής πολιτικής υπόστασης. Ακόμη και εξαιρέσεις να υπήρχαν σε μια τέτοια κατάσταση καταπνίγονται. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε στο χαμηλότερο σήμερα σκαλί ένα βήμα πριν την άβυσσο.
Προβλέψεις δύσκολα μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα με δεδομένο ότι το ίδιο πνευματικοπολιτικά σάπιο αριστεροδεξιοαναρχικοσοσιαλιστικό σύστημα που οδήγησε την Ελλάδα στα βράχια συνεχίζει να κάθεται στις καρέκλες και να αερολογεί αδύναμο να κατανοήσει τις ανελέητες κρατοκεντρικές λογικές της διεθνούς πολιτικής. Ως εκ τούτου αδύναμο και ανίκανο να εμπνεύσει και συσπειρώσει τους νεοέλληνες γύρω από τις έννοιες εθνοκράτος και πατρίδα. Έννοιες όχι υποθετικές αλλά συνώνυμες της επιβίωσης.
Η θεραπεία συναρτάται με την διάγνωση των παθογενειών των ασθενειών. Τα κύρια αίτια της συμφοράς που έπληξε τους νεοέλληνες την δεκαετία του 2010 είναι το πολύ μεγάλο έλλειμμα στοιχειώδους έστω γνώσης της φυσιογνωμίας και των χαρακτηριστικών της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής. Εννοώ το κρατοκεντρικό σύστημα της Βεστφαλίας – 1648 που αναπτύχθηκε, εδραιώθηκε και επικυρώθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ του 1945.
πυρηνικοί πύραυλοι2Αυτό το σύστημα βαθαίνει ολοένα και περισσότερο γεγονός που το καθιστά ανελέητα ανταγωνιστικό και για τους απρόσεκτους θανατηφόρο. Ελάχιστοι ή κανείς όμως άκουε ή σήμερα ακούει την βοή της κρατοκεντρικής λογικής. Λογική που απαιτεί όχι την κυρίαρχη πλέον ιδιωτεία αλλά ακλόνητη φιλοπατρία, ισχυρό κράτος, συσπείρωση γύρω από την αυτοσυντήρηση και εν γένει ασφάλεια του κράτους και κοινωνική συνοχή που διαφυλάττει το κράτος ενιαίο.
Η κοινωνική συνοχή πλήττεται καθημερινά εδώ και πέντε χρόνια από τερατώδεις και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους χρηματοοικονομικούς δολοφόνους. Ενδοκρατικά ο ανταγωνισμός των ίδιων καρεκλοκένταυρων δεν είναι το πώς θα στηρίξουν την επιβίωση του κράτους αλλά το πόσο και πως θα υπηρετήσουν αυτούς τους δολοφόνους.
Μια άλλη πολιτική θα απαιτούσε φιλοπατρία, απόρριψη κάθε ασυνάρτητης διεθνιστικής ή κοσμοπολιτικής αφέλειας και ικανότητα συσπείρωσης της κοινωνίας.
Υστερόγραφο. Το ζήτημα της πυρηνικής ισχύος έχει αναλυθεί σε πολλά κείμενα του υπογράφοντος κυρίως στο «Nuclear Strategy and European Security Dilemmas». Το πυρηνικό ζήτημα θέτει και μια σειρά μεγάλων ερωτημάτων για την σχέση πολιτικής και πολέμου που δεν θίξαμε πιο πάνω και που αναλύονται αλλού.
phgh: http://greeknation.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου